ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ
Από τον Φωτεινό
"Ο Φωτεινός (1879) είναι το τελευταίο και ωριμότερο έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, που όμως ο θάνατος δεν τον άφησε να το τελειώσει. Η υπόθεσή του βασίζεται σε ένα επισόδιο του 1357 στη φραγκοκρατούμενη Λευκάδα, που ο ποιητής το αναπλάθει ελεύθερα: Ο Φωτεινός, εβδομηντάρης αγρότης, παλιός κλέφτης και πολέμαρχος, πετροβολάει και πληγώνει τα σκυλιά του αυθέντη της Λευκάδας Γρατσιάνου τζώρτζη, γιατί του χαλάνε τα σπαρτά. Οι συνοδοί του άρχοντα τον συλλαμβάνουν και τον χτυπούν αλύπητα. Το εθνικό φιλότιμο του γέρου πληγώνεται και αρνείται να ζητήσει συγχώρηση. Στην περήφανη στάση του ανήκει και το απόσπασμα που δίνουμε. Μετά το επισόδιο αυτό και την τιμωρία του, ο Φωτεινός ετοιμάζει την επανάσταση. Το ποίημα, που είναι χωρισμένο σε τρία μέρη (άσματα), "έχει χαρακτήρα ελληνικό και ιστορικό" (Γ. Σαββίδης) και τονίζει την ασυμβίβαστη πάλη του ελληνισμού εναντίον της ξένης κυριαρχίας"
Φωτεινός
Αν εξεράθη το κλαρί, πάντα χλωρή είν' η ρίζα.
Και μένει πάντα ζωντανό, η ρόβι φαγ' η βρίζα,
αυτό το βόιδι το μανό, π' όσο βαθιά ρουχνίζει
τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει,
καί που το κράζουνε λαό. Θα σπάσει το καρίκι
και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλίκι.
Τότε, πουλί το σερπετό, ποιος ξέρει που θα φτάσει!...
Τζώρτζης
Δείξε μου αυτό το λείψανο που θα βρικολακιάσει!
Φωτεινός
Εγώ ο φτωχός ο Φωτεινός, ο γέρος ο ξεσκλιάρης,
που ρίχνω εδώ το σπόρο μου για να μου τόνε πάρεις.
Εγώ που με τον ιδρώτα τα χώματα ζυμώνω
για να τρώγει άλλος το ψωμί. Που τρέχω και κεντρώνω,
την αγριλίδα του βουνού και που δεν έχω λάδι
ν' ανάφτω το καντήλι μου και ζω μέσα στον άδη.
Εγώ που με τα νύχια μου αναποδογυρίζω
το λόγκο και τα ριζιμιά, για να σας τα στολίσω
με κλήματα που δεν τρυγώ, και που ποτέ δεν έχω
λίγο κρασί κεφαλιακό τη γλώσσα μου να βρέχω.
Εγώ ο φτωχός ο μυλωνάς, που ζω σ' αιώνια ζάλη
και πέρνω κέρδο, πληρωμή, προσφάγι την πασπάλη.
Που δεν ορίζω το παιδί, που πάντα ζω με τρόμο,
και που δε βρίσκω εδώ στη γη για να με κρίνει νόμο.
Αυτός, αυτός είν' ο Λαός. Τ' άψυχο το κουφάρι
αυτό 'ναι το καματερό, το ψόφιο το κριάρι...
Μη ρίξεις άλλο φόρτωμα στην έρημή του πλάτη...
Τζώρτζης
Συμμάζωξε τη γλώσσα σου τη φιδινή, χωριάτη,
μη μου ξανάφτεις τη χολή. Γονάτησε μπροστά μου
και ζήτησε συχώρεση για τα λαγωνικά μου...
Δε θες, αντάρτη, δεν ακούς;...
Φωτεινός
Καλύτερα το βρόχο
παρά τα γόνατα στη γη... Άρα κατάρα το 'χω...
θα 'φηναν λάκκωμα βαθή, και θα 'τουν μέγα κρίμα
τιμή να θ΄ψω κι όνομα μέσα σ' αυτό το μνήμα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
................................................................................................................................................
(Απόσπασμα από το έργο Φωτεινός, "Κείμενα Νεοελληνικης Λογοτεχνίας"σελ. 120-121, "Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων", Αθήνα 1992)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου