Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Χορικά από το "Βράχο" Χ





THOMAS STEARNS ELIOT
( Τόμας Στηρνς Έλιοτ)





[…] Ω Αόρατον Φως, Σ’ εγκωμιάζουμε!
Πολύ λαμπερό για όραση θνητών.
Ω Μέγιστον Φως, Σ’εγκωμιάζουμε για τα ελλάχιστα
Το ανατολικό φως που χαϊδεύει τα καμπαναριά μας το πρωϊ,
Το φως που το απόγευμα έρπει πάνω στις δυτικές πόρτες μας,
Το φως του σούρουπου πάνω από τις κοιμισμένες λίμνες, στο πέταγμα
της νυχτερίδας,
Το φως της σελήνης και των άστρων, της κουκουβάγιας και το φως του
σκόρου.
Τη φωτεινή λάμψη της πυγολαμπίδας πάνω σε μια λεπίδα χλόης.
Ω Αόρατο Φως. Σε δοξολογούμε!
Σ’ ευχαριστούμε για τα φώτα που έχουμε αναμμένα,
Το φως του βωμού και του ιερού.
Τα φωτάκια εκείνων που διαλογίζονται κατά τη νύχτα
Και τα φώτα περνάνε απ’ τα χρωματιστά τζάμια των παραθύρων
Και το φως που αντανακλάται από τη γυαλισμένη πέτρα,
Το επιχρυσωμένο σκαλιστό ξύλο, τη χρωματιστή τοιχογραφία.
Το βλέμμα μας είναι βυθισμένο, τα μάτια μας κοιτάζουν προς τα πάνω
Και βλέπομε το φως που κατακερματίζεται μέσα σ’ ανήσυχα νερά.
Ω Φως Αόρατο, Σε δοξάζουμε! […]

Thomas Stearns Eliot    ( Τόμας Στηρνς Έλιοτ)

ΠΟΙΗΜΑΤΑ, (μετάφραση Αλκή Τσελέντη) απόσπασμα – Χορικά από το» Βράχο»,
σελ. 180-181, Εκδόσεις «Δωδώνη»

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Σύγνεφο με παντελόνια






Владимир Маяковский      (Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι).



[...] Εγώ που η σύγχρονη γενιά μού γέλασε κατάμουτρα,
διακρίνω αυτόν που φτάνει μες απ’ τις οροσειρές του χρόνου,
διακρίνω αυτόν που κανένας δε βλέπει.

Εκεί που τ’ ανθρώπινο βλέμμα τσακίζεται ανήμπορο,
βλέπω να καταφθάνει
των πεινασμένων στρατηλάτης,
φορώντας το ακάνθινο στεφάνι της επανάστασης
το 1916.

Κι ανάμεσό σας είμαι εγώ
ο πρόδρομός του,
κ’ είμαι όπου βρίσκεται κι ο πόνος, πάντοτε παντού.
Πάνω σε κάθε μια σταλαματιά του νέφους των δακρύων
έχω σταυρωθεί.

Τίποτα πια δεν είναι για συγγνώμη.
Κι όταν
τον ερχομό του διαλαλώντας
ανταριασμένοι
θα βγείτε να δεχτείτε τον Σωτήρα,
εγώ για σας
θα ξεριζώσω την καρδιά μου
θα την ποδοπατήσω
κι έτσι μεγαλωμένη
και καταματωμένη
θα σας τη δώσω για σημαία. [...]

Владимир Маяковский      (Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι).
................................................................................................................
«Ποιήματα», σελ. 41. Πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου, Ένατη έκδοση. ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ,
(αχρονολόγητο).
(απόσπασμα από το ποίημα «ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ»

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Ελένη








ΟΔΥΣΣΕΑΣ  ΕΛΥΤΗΣ
(Ποιητής)


Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το κα-
λοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Ολα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Ε-
σένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας
λογαριάζει πια ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρι-
νές γραμμές ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία
μας
Κι είμαστε - σα να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούργια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ
υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολά-
κερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελ-
πίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε
πάλι
Οχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ενα θολό συναίσθημα
H μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μέσ' στις ψυχές μας
που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ώ! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη
θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύ-
πημα του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο

Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη
βροχή δάκρυα και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' άλλα μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους
προορισμόν : Εσένα!

Οδυσσέας Ελύτης

(Ποίημα από το βιβλίο "ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ'' ,
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 2, σελ. 27, ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΜΩΝ 1979)
(Ο πίνακας  (Φωτο - κολάζ), είναι του Οδυσσέα Ελύτη).

Η Ζ ω ή

    






ΜΑΡΙΑΝΑ  ΒΛΑΧΟΥ  ΚΑΡΑΜΒΑΛΗ
Ποιήτρια




Θραύσματα της νύχτας
Τα όνειρα
Σπαράγματα παλιών σωμάτων
Αιωρούμενα άστρα
Απ' των μικρών αγγέλων
Τις παιδικές μας γειτονιές.
Τώρα
Συνοδοιπορούν με το λυράρη της Αγάπης.
Εδώ
Η ελπίδα κατοικεί.
Στην εγκαρτέρηση
Πάνω στα δάκτυλα του ήλιου.
Σιγείτε...
Η ζωή περνά
Ψιθύριζε ο άνεμος...

Μαριάννα Βλάχου - Καραμβάλη

...........................................................................................................       
 Από το Έργο "ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΟΘΕΤΗΣ"

(Ο πίνακας ζωγραφικής είναι έργο του Δημήτρη Καραμβάλη).

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

Ερωτόκριτος








ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ  ΚΟΡΝΑΡΟΣ



3 [...] Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα. 50

Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν, 55
κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.

Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη, 65
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'. 70

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο, 75
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4 Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση. 80
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει 85
να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.

Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'. 90
Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει, 95
μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του. 100
Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι, 105
μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
5 μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει· 110
αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο, 115
είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει. 120
T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει, 125
γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.[...] 128

Βιτσέντζος Κορνάρος
..............................................................................................................................................
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Ερωτόκριτος - ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄ (Απόσπασμα)
(επεξεργσία του Π. Γ. Σαββίδη στην πρώτη έκδοση [1713] της Βενετίας, Ερμής 1998) 

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Γιά ό,τι είν' ομορφιά






EMILY  DICKINSON

Emily Dickinson (Έμιλυ Ντίκινσον),
1830-1886. Η μεγαλύτερη αγγλόφωνη Αμερικανίδα ποιήτρια. Γεννήθηκε στο Άμχερστ της Μασασχουσέτης. Μεγάλη της αγάπη η ποίηση. Έγραφε ακατάπαυστα!.Τα ποιήματά της σύντομα και λυρικά.

                               *
Για ό,τι είν' ομορφιά είχα δώσει τη ζωή μου
μα ευθείς στο μνήμα ως με βολέψαν το στενό
κάποιον που πέθανε για την αλήθεια
στο χώρο απόθεσαν τον πλαϊνό.

Με ρώτησε σιγά, για τι είχα υποκείψει
και του 'πα για την ομορφιά. Κι εγώ
για την αλήθεια. Είμαστε αδέλφια, μου 'πε,
το ίδιο είναι και τα δυο.

Κι έτσι σαν ομοαίματοι που συναντιούνται
τα λέγαμε τη νύχτα απ' τα δωμάτιά μας
ως που έφτασαν στα χείλη μας τα βρύα
και σκέπασαν τα ονόματά μας.

Emily Dickinson   (Έμιλυ Ντίκινσον)

Κ ε ρ ι ά











ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
1863 - 1933 


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες ποιητές. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες έχει επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους Έλληνες και ξένους ποιητές, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. 

Οι dromoi logotexnias φιλοξενούν ένα από τα καλύτερά του ποιήματα με τον τίτλο..

Κ ε ρ ι ά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Παιδί το περιβόλι μου







ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ
1859 - 1943



Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις να μη το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα,
και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας.

Κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,
και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, (γίνε) διαφεντευτής.

Κι αν είναι κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα,
πέσουν καιροί οργισμένοι,
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα,
για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια.

Μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι,
κόφτο, και χτίσε κάστρο απάνω του και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα.

Π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,
κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει, μια ιδέα να στο προστάξει,
κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είναι απάνου απ’ όλα.

Κωστής Παλαμάς

Μια πίκρα










ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ
1859 - 1943


Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τα 'ζησα
κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,
στενάζει, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Μια μάνα είν’ η μοίρα μου, μια μάνα είν’ η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.
Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τόνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.
Κι εμέ, τρισαλίμονο, μια πίκρα με πίκρανε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.
Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,
Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.

Κωστής Παλαμάς
...............................................................................................
(Καημοί της Λιμνοθάλασσας)

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Άρνηση


 Αποτέλεσμα εικόνας για Φωτογραφίες για Γιώργο Σεφέρη


Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.

Γιώργος Σεφέρης

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Πετρωμένα βήματα




ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΡΑΤΟΣ

(Ποιητής)

Οι dromoi logotexnias, φιλοξενούν ένα στοχαστικό-φιλοσοφικό ποίημα του ποιητή Σωκράτη Μελισσαράτου με τίτλο "Πετρωμένα βήματα" από την Ποιητική Συλλογή "Συρματοπλέγμα"


Πετρωμένα βήματα

Περπατούσαμε
Πάνω στο παγωμένο χιόνι της ψυχής
Να φτάσουμε στη Φωτισμένη Πολιτεία
Ο δρόμος ατελείωτος
Οι συστάδες των δέντρων πανύψηλες
Με κάτασπρες γενειάδες να κρέμονται
Σαν σταλαχτίτες στα λυγισμένα κλαδιά τους
Ο Χειμώνας βυθιζόταν βαθιά
Στις συρρικνωμένες ψυχές μας
Οι σκιές μας πελώριες απ’ τις λοξές αχτίδες
Του χλωμού φεγγαριού προπορεύονταν
Τα πρόσωπά μας αυλακωμένα ανέκφραστα
στην παγωνιά της νύχτας
Γύρω μας λειμώνες όρη ποτάμια αμίλητα
Φοβισμένα απ’ το ουρλιαχτό των Λύκων
Μια λαφίνα πετάχτηκε απ’ το λόγγο των θάμνων
Κι αυτή κυνηγημένη απ’ τη σκιά της
Περπατούσαμε
Κουρασμένοι κι απόμακροι απ’ τις σκέψεις μας
Ο χρόνος σταμάτησε το μέτρημα
Των ημερών μας
Αγκυλώθηκε μάτωσε στα Συρματοπλέγματα
Του νου μας
Κάθε μας βήμα και μια σταγόνα αίμα
Τι χαρακιές ο κόσμος όλος..
Τι αίμα πέτρωσε στο χιόνι της ψυχής! 
Ο δρόμος μακρύς σαν σπείρα εντέρου
Κι οι συρρικνωμένες πτυχές του μυαλού μας
Αδιάβατες
Ίσως να μη φτάσουμε ποτέ
Στη Φωτισμένη Πολιτεία..

Τ’ αγκαθωτά Συρματοπλέγματα
Που μας φύτεψαν είναι
Καλά πακτωμένα στη βάση του νου μας!

Σωκράτης Μελισσαράτος

..............................................................................................................
Από την Ποιητική Συλλογή "Συρματοπλέγματα", Β΄ Έκδοση, σελ. 24, ΚΕΝΤΡΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΧΑΡΗ ΤΖΟ ΠΑΤΣΗ, Αθήνα 2016.

Θερμοπύλες





ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
1863 - 1933 


Ο Κωνσταντίνος Καβάφης θεωρείται σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες ποιητές. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες έχει επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους Έλληνες και ξένους ποιητές, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό. 

Οι dromoi logotexnias φιλοξενούν ένα από τα καλύτερά του ποιήματα με τον τίτλο..

Θερμοπύλες

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες
δίκαιοι κι ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κι όλας κι ευσπλαχνία
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γεναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδόμενους.

και περισσότερη τιμή τους πρέπι
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.

Κωνσταντίνος Καβάφης

Π ο ύ σ ι






ΝΙΚΟΣ  ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ

(Ποιητής)



Ἔπεσε τὸ πούσι ἀποβραδίς
-τὸ καραβοφάναρο χαμένο-

κ᾿ ἔφτασες χωρὶς νὰ σὲ προσμένω
μὲς στὴν τιμονιέρα νὰ μὲ δεῖς.

Κάτασπρα φορᾶς κ᾿ ἔχεις βραχεῖ,
πλέκω σαλαμάστρα τὰ μαλλιά σου.
Κάτου στὰ νερὰ τοῦ Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν ἐποχή.

Μᾶς παραμονεύει ὁ θερμαστὴς
μὲ τὰ δυό του πόδια στὶς καδένες.
Μὴν κοιτᾶς ποτέ σου τὶς ἀντένες
μὲ τὴν τρικυμία· θὰ ζαλιστεῖς.

Βλαστημᾶ ὁ λοστρόμος τὸν καιρὸ
κ᾿ εἶν᾿ ἀλάργα τόσο ἡ Τοκοπίλλα.
Ἀπὸ νὰ φοβᾶμαι καὶ νὰ καρτερῶ
κάλλιο περισκόπιο καὶ τορπίλλα.

Φύγε! Ἐσὲ σοῦ πρέπει στέρεα γῆ.
Ἦρθες νὰ μὲ δεῖς κι ὅμως δὲ μ᾿ εἶδες
ἔχω ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα πνιγεῖ
χίλια μίλια πέρ᾿ ἀπ᾿ τὶς Ἐβρίδες

Νίκος Καββαδίας 


Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Ανδρείκελα










ΚΩΣΤΑΣ  ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Ποιητής
   


Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτή τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει πάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τα χρόνια πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Ποιο το Αρχέτυπο!










ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΡΑΤΟΣ
(Ποιητής)

Ποιο το Αρχέτυπο

Γράφει: ο Σωκράτης Μελισσαράτος

-Κάθισε κατάκοπος μετά το μεγάλο Ταξίδι στον Κόσμο, μέσα στον ίσκιο του βράχου φωνάζοντάς μου.. 
-Έλα να σου δείξω το θαύμα.. Έλα να ταξιδέψεις μες στους ίσκιους της ζωής! Θυμάσαι τότε, που πρωτοξεκίνησες μέσα από σαθρές ρίζες, βογγητά γέννας, αίμα, ιδρώτα και χώμα, καθόλου δεν άλλαξες, δεν αλλάξαμε! Μορφές πολύπλοκες, που πάνω και μέσα τους σμιλεύουν ο χώρος κι ο χρόνος τις μορφές μας! Μια χούφτα χώμα, αστρόσκονη, μέγα κενό και μια λαθεμένη και ελλιπής ανθρώπινη αίσθηση, μάς κάνουν αυτό, που νομίζουμε ότι είμαστε! 
-Είμαστε..; Ίσως είμαστε πιστά αντίγραφα, άπειρα στο χρόνο και το χώρο, της μορφής του Αρχέτυπου, χυμένοι στου Απείρου τ’ αθέατα ακρογιάλια! Ποιο και Πού όμως το Αρχέτυπο! 

Πώς μπορούμε εγώ, εσύ κι οι άλλοι να μην υποταχθούμε στο «φαίνεσθαι»! Είμαστε όμως αυτοί που φαινόμαστε, είμαστε υπαρκτή ύλη; Πέραν από κάθε αμφισβήτηση, ποιος μας διαβεβαιώνει γι’ αυτό ή το αντίθετο..! Τι είναι η ύλη; Είναι αυτό που βλέπουμε, ή είναι η ψευδαίσθηση, που μας δημιουργείται από τη συναίρεση Χώρου και Χρόνου; Μήπως ρέουμε και διαπερνούμε τα πάντα και τα πάντα διαπερνούν εμάς! Διερωτήθηκες ποτέ, εάν αυτό που αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, ποιούμε και εφαρμόζουμε έχει αυτό το αποτέλεσμα, που αντιλαμβανόμαστε και βλέπουμε με την ελλιπή φυσιολογία των αισθήσεών μας και όχι κάποιο άλλο; Πού να στηριχτούμε για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα..!

Κάθε στιγμή γινόμαστε μάρτυρες μιας συνεχούς αλλαγής, τόσο των επιστημών, όσο και των πολιτισμικών μας δεδομένων και «πιστεύω». Θεμελιώδεις έννοιες όπως αυτές του χρόνου, του χώρου, της ύλης, του φωτός, του ολισμού, του κυβερνοχώρου, του κενού κ.α., είναι έννοιες, που πάνω τους δομήθηκαν, στηρίχθηκαν και στηρίζονται ολόκληροι πολιτισμοί, ανάλογα και με το πώς εκλαμβάνονται από τις πολιτισμικές κοινωνίες των εθνών. 

Ο άνθρωπος έρχεται μέσα από τον Καθολικό Ιστό του Κόσμου, πάντα δεμένος με μια από τις «κλωστές» του, ο οποίος θα του πλέξει το δικό του Ιστορικό «γίγνεσθαι» στην αδιάσπαστη Κοσμική Ενότητα! Μια αόρατη κλωστή, που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος στα ορατά και αόρατα. Ένας Κοσμικός Ιστός, που σηκώνει όλο το Βάθος, το Ύψος και το Βάρος του Κόσμου, της άμετρης βαρύτητας, τα Ύψη και Βάθη του Πνεύματος.. Είναι Εκείνα τα δυσθεώρητα Ύψη και Βάθη, που ο άνθρωπος αδυνατεί να ατενίσει, καθώς και Κείνα τα άπιαστα συναισθήματα, που τον κατακλύζουν, τον βασανίζουν, τον ανασταίνουν και τον κάνουν να δημιουργεί παραστάσεις μιας δικής του πραγματικότητας πιστεύοντας στο αλάθητο των αισθήσεών του.. στο σαθρό εκείνο «πιστεύω», που τον βγάζει απ’ τη ρότα του «πραγματικού» Κόσμου!

Αυτά τον κάνουν να πελαγοδρομεί σε κόσμους άγνωστους, σε κόσμους πραγματικά φρικώδεις και ανελέητους, που του σκοτώνουν ακόμα και αυτά τα οράματα και τις προσδοκίες, τα οποία έχει για την ανέλιξή του σε ανώτερα επίπεδα γνωστικής εξέλιξης και Συνειδητότητας! Είναι αυτά, που τον κάνουν να βλέπει και να φαντάζεται πράγματα, τα οποία συμβαίνουν γύρω του χωρίς να του παρουσιάζουν τη γενεσιουργό εκείνη αιτία και τα ερεθίσματα, που χρειάζεται, ώστε ν’ ανθίσει μέσα στο χρόνο η Υπαρξιακή τους αλλά και η δική του Υπαρξιακή Υπόσταση! 

Τα ερωτηματικά για το Υπαρκτό, «Είναι» και το μη Υπαρκτό, «Μη Είναι», δηλαδή το «Όν» και το «Μη Όν», πάντα θα τον κατατρύχουν στο πέρασμά του απ’ τη Ζωή! Ο άνθρωπος δεν προκάλεσε τα πράγματα, ούτε τα δημιούργησε.. Βρέθηκε μέσα σ’ αυτά και αυτά του προσδιόρισαν το «φαίνεσθαι», μέσα από μια ελλιπή φυσιολογία των ασθήσεων! 

Σωκράτης Μελισσαράτος
..................................................................................................................................................
(Αναδημοσίευση από το Περιοδικό "αντιστροφές" 2017, τεύχος 14, σελ. 13).
Το κείμενο βρίσκεται  στο έργο "Στην Ανέμη του Ήλιου", σελ. 21, Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη Αθήνα 2017

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Μετάβαση










ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ  ΛΑΠΠΑ
Ποιητρια





Μετάβαση

Αυτά τα βήματα
φτερούγες αετού
στη λευκή άμμο
Αυτά τα χέρια
κλωνάρια φωτός
που απλώνονται
Αυτά τα μάτια
δρόμοι απέραντοι
να περπατήσω
Αυτά τα φιλιά
σταγόνες νερού
πάνω στο σώμα
Αυτά τα άνθη
σα στάχυα χρυσά
βλέπουν το αιώνιο.

Κωνσταντίνα Λάππα

...........................................................................................
Ποίημα από Ιστοσ. http://konstantina.freelabs.net/

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου

Αποτέλεσμα εικόνας για εικόνες φτώχειας





ΤΑΣΟΣ  ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
(Ποιητής)



      […]ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα
      Μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες  
      Αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του
      μπήγει έναν τεράστιο ξύλινο σταυρό
      παρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιές
      φυσάει
      φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμου

      Οι φαντάροι κτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούν
      Γλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνη
      Μετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμα
      Χάϊλ Χίτλερ
      ω με συγχωρείται
      η ελευθερία της πατρίδος  - ήθελα να πω
      τα γάντια χειροκροτούν
      κάτω από τα τριμμένα πανωφόρια των παιδιών
      ξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτες [...]

      Τάσος Λειβαδίτης 

      ......................................................................................................................................................
(Απόσπασμα από το ποιητικό έργο, ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ,
          σελ. 16-17, Εκδ. ΚΕΔΡΟΣ Εκδοση 7η  Δεκ. 1985)

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Η Μαρίνα Των Βράχων



Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της
χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο σμαρίνια

– Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου’ λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του
μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
‘Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

‘Εχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων – Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα
βότσαλα
‘Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βηθών
‘Οπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

‘Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
‘Εχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο
καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
΄Η για να πας καβάλα στο μαίστρο.

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου. ]

Οδυσσέας Ελύτης
(Ποίημα από το βιβλίο "ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ'' ,
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 2, σελ. 29, ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΚΜΩΝ 1979)

Η Πρωταρχή

                   The maninas in the workshop (Pablo Picasso)

Η  Πρωταρχή

Στένεψαν οι λέξεις οι ευρύχωρες,
σφαγμένες απ’ του ανθρώπου τη μικρότητα!
Ο Κόσμος ένα άλυτο μυστήριο..
ψάχνει της Πρωταρχής του το ξημέρωμα!
Πώς σμίλεψες Ποιητή τη σύνθεσή του!
Πώς άφησες το νήμα του αξετύλιχτο!
Η θάλασσα των άστρων όλο και βαθαίνει..
κι η λευκαύγεια του Κόσμου δυσανάγνωστη!

Χάθηκε απ’ τ’ αμόνι της Πλάσης ο απόηχος,
Όψη καμία στον ορίζοντα της νύχτας..
μόνο πατήματα βουβά, άηχα
οργώνουν τις σελίδες της ζωής, τις άγραφες!
Πίνακας Πικάσο ο κόσμος..
κι οι λέξεις μίκρυναν να τον περιγράψουν!
Η μεγαλοσύνη του ύμνος ανερμήνευτος
κι η ζωή μίτος τυλιγμένος στα πινέλα του!

Η Πρωταρχή, απρόσιτη, αθέατη..
βυθισμένη στα χρώματα της Ζωής τα ακατανόητα!

Σωκράτης Μελισσαράτος

....................................................................................................................................................
(Αναδημοσίευση από το Λογοτεχνικό Περιοδικό "αντιστροφές" 2017, τεύχος 14, σελ 39)