Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Στρόβιλοι στο χιόνι







Александр Блок 
Αλεξάντρ Μπλοκ 
(1880 - 1921)

Ο Александр Блок (Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ), γεννήθηκε το 1880 στην Πετρούπολη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Κατά πολλούς είναι από τους μεγαλύτερους Συμβολιστές της Προεπαναστατικής Ρωσίας. 
Ο ίδιος ο ποιητής θεωρούσε ότι το ποίημά του "Οι Δώδεκα" πως ήταν το αριστούργημά του. Υπήρξε από τους μεγάλους λυρικούς ποιητές μετά τον Αλέξανδρο Πούσκιν. Άφησε το στίγμα του στη Ρωσική ποίηση ανοίγοντας νέους δρόμους ύφους, νεοτερισμού και λεκτικής έκφρασης. Ο Γκόρκι στέλνοντας επιστολή στον Ανατόλι Λουνατσάρσκι έγραψε: "Ο Μπλοκ είναι ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας..." Από την ποίηση τού Μπλοκ εμπνεύστηκαν πολλοί Ρώσοι σκηνοθέτες.
Κατ' επιλογή αναφέρουμε τα έργα: "Φάμπρικα" 1903, "Η πόλη" 1904-1908, "Μάσκα από χιόνι", "Οι Δώδεκα" 1918.

Οι  dromoi logotexnias,  φιλοξενούν δύο ποιήματα του μεγάλου Ρώσου ποιητή.
                 1

Στρόβιλοι από χιόνι

Στρόβιλοι από χιόνι
σβήνουν κάθε ίχνος.
Η αυγή απαλή
μας ξυπνά απ' τον ύπνο.

Αστραπές στο πλάτος
τ' ουρανού μας λάμπουν.
Μαλακό το πάθος
λίκνισμα στους κάμπους.

Κουρασμένα πλήθη
πάλι θ' ακλουθήσω
τη λευκή Κυρία
ίσως συναντήσω..

                  2.

Στη γωνιά του ντιβανιού

Τα δαυλιά μέσα στο τζάκι
Έσβησαν για δες.
Πόσες έσβησε ο αγέρας 
πυρκαγιές...

Πόσα η θάλασσα καράβια
κατάπιε, ναι.
Πόσοι γλάροι κλαιν' στο κύμα, 
αχ καημέ!

Χάθη ο ήλιος απ' τον κόσμο 
και το ξέρω, ωιμέ.
Είμαι ποιητής, καρδιά μου:
πίστεψε σ' εμέ.

Όσα παραμύθια θέλεις 
να σου πω
Κι όσες μάσκες μου ζητήσεις
θα φορώ.

Πού σκιές παίζουνε τόσες
όσες μέσα εδώ;
Που παράξενες εικόνες
νά βρω αλλού μπορώ;

Γονατίζω πάντα κι όπου
 είσαι συ
 Κι απ' το χέρι μου άνθος πέφτει
σα βροχή. 
 Ο Александр Блок (Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Μπλοκ)


..............................................................................................
 1 & 2. "Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία", Ρίτας Μπούμη - Ν. Παπά, Τόμ. ΣΤ΄.

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Τώρα κι εμείς για κει τραβάμε







Сергей Есенин
        (Σεργκέι Γεσένιν - 1895 - 1925)


Ο Сергей Есенин (Σεργκέι Γεσένιν), ήταν Ρώσος λυρικός ποιητής. Υπήρξε από τους πιο δημοφιλείς ποιητές του 20ου αιώνα, με πολυσήμαντο λογοτεχνικό έργο. Γεννήθηκε στο Κονσταντίνοβο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες. Επηρεάσθηκε από τους ποιητές Αλέξαντρ Μπλοκ, Σεργκέι Γκοροντίετσκι, Νικολάι Κλούγιεφ και τον Αντρέι Μπέλυ. 

Ο ίδιος ο Γεσένιν έλεγε ότι ο Αντρέι Μπέλυ του έμαθε τη σημασία της φόρμας, ενώ ο Κλούγιεφ και ο Μπλοκ του δίδαξαν τον πραγματικό λυρισμό. Αυτοκτόνησε στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου το 1925 σε ηλικία τριάντα (30) ετών.

Οι dromoi logotexnias, φιλοξενούν δύο ποιήματα του Ρώσου ποιητή. 

                       1.

Τώρα κι εμείς για κει τραβάμε


Τώρα κ' εμείς για κει τραβάμε λίγοι-λίγοι
στη χώρα αυτή που βασιλεύει η ευλογία κ' η σιωπή.
Ίσως κι εγώ, τα υπάρχοντά μου τα φθαρμένα,
θα πρέπει σύντομα να τα μαζεύω για τα κει.

Δάση μου εσείς αγαπημένα από σημύδες!
Άμμοι της στέππας άμετροι. Και γη μου εσύ!
Μπροστά σ' αυτόν το μέγα πλούτο που μου φεύγει
δε βρίσκει τρόπο η θλίψη να κρυφτεί.

Α, πόσο, πόσο αγάπησα σ' αυτόν τον κόσμο
ό,τι ολοζώντανο τυλίγει την ψυχή,
γαλήνη στις οξυές που ανοίγοντας τα κλώνια
ξεχάστηκαν κοιτώντας τον ορίζοντα τριανταφυλλή.

Μέσα στην ησυχία πλήθος σκέψεις έχω πλάσει,
πλήθος τραγούδια αρμόνισα για μένανε. Γι' αυτό
νιώθω ευτυχής που ανάσαινα και ζούσα
στην αγριεμένη τούτη γη, στον άγριο αυτό καιρό.

Είμαι ευτυχής που φίλησα πολλές γυναίκες,
που μάδησα άνθη, που κυλίστηκα στη χλόη την απαλή'
τα ζώα, σαν τα μικρότερά μου αδέρφια
ποτέ μου δεν τα χτύπησα στην κεφαλή.

Το ξέρω πως εκεί τα δάση δεν ανθίζουν,
δεν κουδουνίζει η σίκαλη τον κύκνειο της λαιμό'
μπροστά σ' αυτόν τον πλούτο που μου φεύγει
με περιτρέχει ρίγος παγερό.

Το ξέρω πως στη χώρα εκείνη δε θα υπάρχουν
οι κάμποι αυτοί που στο σκοτάδι λάμπουνε χρυσοί,
γι' αυτό και τόσον ακριβοί μού είναι οι ανθρώποι
που ζουν μαζί μου πάνω εδώ σ' αυτή τη γη.

                       2.

Όχι φωνές, πικρίες και κλάματα

Όχι φωνές, πικρίες και κλάματα.
Αντίο, μηλιές πούχα αγαπήσει·
μ’ άγγιξε κιόλας το φθινόπωρο
κι η νιότη απόμακρα έχει σβήσει.

Τα καρδιοχτύπια, πάει, περάσανε·
ναι, λίγη ψύχρα – η πρώτη. Το ίσο
χαλί των χωραφιών που αγάπησα
γυμνόποδος δεν θα πατήσω.

Αντίο, ωραίες περιπλανήσεις μου,
των αισθημάτων μου άγρια δάση·
νιότη τρελή που τα τραγούδια μου
παράφορα είχες λαμπαδιάσει.

Κανένα πια τρανό λαχτάρισμα·
μη και μες στ’ όνειρο έχω ζήσει:
Καβάλα σ’ ένα ρόδινο άλογο
μια χαραυγή έχω διασχίσει.

Φύλλα από μαυρισμένο μέταλλο
σπορπάει τριγύρω το σφεντάνι.
Ευλογημένο ας είναι ό,τι άνθησε
πάνω στη γη και θα πεθάνει.

Сергей Есенин (Σεργκέι Γεσένιν)

..............................................................................................
1. Μετάφραση: Κατίνα Ζορμπαλά
2. Μετάφραση:  Γιάννης Ρίτσος

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Ο θάνατος του ποιητή






Михаил Юрьевич Лермонтов
(Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ) 1814 - 1841 

Ο Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ, γεννήθηκε στη Μόσχα,στις 30 Οκτωβρίου 1814 και πέθανε το 1841. (Ήταν ποιητής, μεταφραστής, ζωγράφος, καλλιτέχνης μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, αξιωματικός). Από τους κορυφαίους Ρώσους ποιητές και δεύτερος σε σπουδαιότητα μετά τον Αλεξάντρ Πούσκιν. Το ποίημά του "Ο θάνατος του ποιητή" αφιερωμένο στο θάνατο του Αλεξάντρ Πούσκιν, που σκοτώθηκε σε μονομαχία, προκάλεσε το μένος των αυλικών του Τσάρου. Σε ηλικία 27 ετών έχασε και ό ίδιος τη ζωή του σε μονομαχία. Μερικά από τα έργα του που έκαναν μεγάλη αίσθηση είναι: Μποροντίνο, Βαλέρικ, Μτσίρο, Σάσκα, Μασκαράντ και το αξιολογότερο απ΄όλα το "Ένας ήρωας του καιρού μας".    

Οι dromoi logotexnias, παραθέτουν το ποίημα..  

                   Ο θάνατος του ποιητή

Ο ποιητής είναι νεκρός! Δέσμιος της τιμής,
δυσφημισμένος έπεσε στου χάρου την αγκάλη,
μ' ένα καυτό μολύβι στην καρδιά, 
τη δίψα της εκδίκησης στα μάτια, αργά για πάντα κλίνοντας
το αγέρωχο κεφάλι... Δεν ήταν η ψυχή του Ποιητή
φτιαγμένη για ατιμίες, καταισχύνη. Κι ένας, ενάντια
στους πολλούς, μόνος του πάντα, ορθώθηκε. Κι είναι νεκρός!
Νεκρός! Προς τι λοιπόν τόσοι οδυρμοί, έπαινοι κούφιοι
και κλαυθμοί κι απολογίες που δεν πείθουνε κανέναν;

Της τύχης του ήτανε γραφτό. Διωγμένος ζούσε, σαν αγρίμι,
από καιρό, γιατί είχε λεύτερη, αδούλωτη ψυχή και στη φωτιά
που ανάβαν γύρω του, ρίχνανε λάδι με μανία οι φθονεροί.
Ξενοιάστε τώρα. Τα μύρια δεν τ' άντεξε η ψυχή του τα μαρτύρια.
Σαν το κερί τρεμόσβησε η θεία του πνοή,
στο μέτωπο μαράθηκε το δάφνινο στεφάνι...
Ετσι ο φονιάς αδίσταχτα το πλήγμα το στερνό του καταφέρνει.
Κούφια στο στήθος η καρδιά, στο χέρι του δεν τρέμει το πιστόλι.
Και σαν δραπέτη άπληστο στης δόξας και του πλούτου το κυνήγι,
μοίρα τον έριξε κακή στου Ποιητή το δρόμο, για να κουρσέψει
μονομιάς τη γλώσσα που μιλούσε για όλους εμάς,
το καύχημα ολόκληρης γενιάς... Και τη ματόβρεχτη στιγμή
του φονικού δεν το 'νιωσε το χέρι ποιον χτυπούσε;
Κι ο Ποιητής, να τώρα κείτεται νεκρός, όπως κι ο βάρδος μας
εκείνος ο παλιός, ο χιλιοτραγουδισμένος, θύμα εκδίκησης
κι αυτός κι από μοιραίο χέρι θερισμένος...

- Πώς απ' τις σφαίρες της ειρήνης, του φωτός, στον κόσμο τούτο
είπες να κατέβεις, που πνίγει τις ελεύθερες καρδιές;
Πώς άπλωσες το χέρι στους δειλούς και πίστεψες τα δολερά τους
χάδια, εσύ που ήξερες καλά τι κρύβουν τα μαγνάδια;
Και να το δάφνινο σου βγάλανε στεφάνι κι ακάνθινο μαρτυρικό
στο θεϊκό σου μέτωπο απιθώσαν και τις στερνές σου
τις στιγμές οι άπιστοι φονιάδες φαρμακώσαν. Δε θ' ακουστούνε
πια ποτέ των θεϊκών ασμάτων σου οι ήχοι. Μνήμα στενό
και σκυθρωπό σε κλείνει, Βάρδε, πια και σφαλισμένα
του λοιπού τ' απέθαντά σου χείλη...

- Κι όσο για σας, αντάξιοι επίγονοι ατιμασμένων πατεράδων
αλαζόνες, δουλόπρεπης φάρας αποβράσματα, που παίζετε στα ζάρια
τη ζωή μας αγεληδόν στους θρόνους σας στρωμένοι, της Λευτεριάς,
του Πνεύματος, της Δόξας δήμιοι, στραγγαλιστές του Δίκαιου
και του Νόμου, κάτω απ' του νόμου τη σκιά, για πόσο ακόμα
θα 'στε ασφαλισμένοι; Η θεία Δίκη επαγρυπνεί, φονιάδες,
πουλημένοι, κι απ' το χρυσάφι σας δεν είναι διεφθαρμένη.
Εχει ο καιρός γυρίσματα και μ' όλο το μαύρο αίμα σας,
δε θ' αποπλύνετε ποτέ του Ποιητή το τίμιο, άλικο αίμα!»

Михаил Юрьевич Лермонтов  (Μιχαήλ Γιούρεβιτς Λέρμοντοφ)

.....................................................................................................
Μετάφραση: ΒΙΒΕΤ ΤΣΑΡΛΑΜΠΑ - ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
Ριζοσπάστης (Πολιτισμός), σελ. 18, Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 1999

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Στην Πατρίδα






ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ  ΜΑΒΙΛΗΣ
(1860 - 1912)

Ο Ιθακήσιος Ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, γεννήθηκε το 1860. Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του το 1878 γράφτηκε και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Έφυγε για τη Γερμανία το 1879 και επέστεψε το 1890 παίρνοντας το Διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Erlangen. 
Το 1893 κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και με το ξεκίνημα του άτυχου για την πατρίδα μας Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 πολέμησε ως εθελοντής. Με την κήρυξη των Βαλκανικών πολέμων υπηρέτησε στο Γαριβαλδινό στρατιωτικό σώμα του Αλέξανδρου Ρώμα και ανέλαβε τη Διοίκηση του 6ου λόχου , επί κεφαλής του οποίου σκοτώθηκε στο Δρίσκο της Ηπείρου στις 28 Νοεμβρίου 1912.

Κατά τον Ποιητή Σωκράτη Μελισσαράτο ήταν:
     « Υπόδειγμα Φιλοπατρίας, Ανδρείας και Πνευματικού Μεγαλείου, άφησε την τελευταία του πνοή πολεμώντας για τα Ιερά και Όσια της Πατρίδας του! » *

Οι dromoi logotexnias, παραθέτουν δύο ποιήματα του εκλεκτού Έλληνα ποιητή. 

Στὴν Πατρίδα

Πατρίδα, σὰν τὸν ἥλιο σου ἥλιος ἀλλοῦ δὲ λάμπει.
Πῶς εἰς τὸ φῶς του λαχταροῦν ἡ θάλασσα κι οἱ κάμποι,
πῶς λουλουδίζουν τὰ βουνά, τὰ δάσ᾿, οἱ λαγκαδιὲς
στέλνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Ἀφρολογοῦν οἱ ρεματιὲς καὶ λαχταρίζ᾿ ἡ λίμνη,
χίλιες πουλιῶν λαλιὲς ἠχοῦν, τῆς ὀμορφιᾶς του ὕμνοι,
σ᾿ ἄπειρ᾿ ἀστράφτουν χρώματα παντοῦ λογῆς λογῆς
τ᾿ ἀγέρα τὰ πετούμενα τὰ σερπετὰ τῆς γῆς.
Κι αὐτὸς σηκώνει τ᾿ ἀλαφρὰ τῆς καταχνιᾶς μαγνάδι,
κι ἡ κάθε στάλ᾿ ἀπὸ δροσιὰ γυαλίζει σὰν πετράδι,
κάθε ἀχτίδα του σκορπᾶ μὲ τὴν ἀναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ καὶ δύναμη κι ἐλπίδα ὅπου κι ἂν μπεῖ.

Φαντάζεις σὰν τὸν ἥλιο σου κι ἐσύ, καλὴ πατρίδα,
καὶ μάγια σὰν τά μάγια σου στὸν κόσμο ἀλλοῦ δὲν εἶδα.
Ἡ γῆ σου εἶναι παράδεισος, κι αἰώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στὸ πέλαγ᾿ ὁ οὐρανός.
Κι οἱ νύχτες σου μὲ τ᾿ ἄστρα τους, μὲ τὴ γαλάζια πάστρα,
μὲ τ᾿ ἀηδονολαλήματα, τρεμάμενα σὰν τ᾿ ἄστρα,
μὲ τὸ φεγγάρι ποὺ περνᾶ, σὰν τ᾿ ὄνειρο εὐτυχίας
στὴ μέση τῆς ἀπέραντης οὐράνιας ἡσυχίας.
Οἱ νύχτες σου δροσοβολοῦν χιλιόπλουμα λουλούδια
καὶ στῶν παιδιῶν σου τὶς καρδιὲς ἀμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στὰ σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιᾶς,
ἐλευτεριᾶς ἀγάλλιαση καὶ μίσος τυραννιᾶς.

Μάγεμ᾿ ἀσημούφαντο, φῶς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ἕνα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους καὶ δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνᾶ
μέσ᾿ ἀπ᾿ ἀγάπης φαντασιὲς τὰ πλάσματα ξυπνᾶ.
Κι ἀνάμεσα στὰ χρώματ᾿ ἀπὸ χίλια οὐράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ὁ ἥλιος εἰς ὅλη του τὴ δόξα.
Καί, σὰν τοῦ μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
ἕως τὸ χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στὸν οὐρανό.
Ἑλλάς, τὸ μεγαλεῖο σου βασίλεμα δὲν ἔχει,
καὶ δίχως γνέφια τοὺς καιροὺς ἡ δόξα σου διατρέχει.
Ὅσες φορὲς ὁ ἥλιος σου νὰ σὲ φωτίσει ἐρθεῖ,
θὲ νὰ σὲ βρεῖ πεντάμορφη, στεφανωμένη ὀρθή.


                          ***

Καλλιπάτειρα

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·

μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»


Λορέντζος Μαβίλης

.......................................................................................................
* Απόσπασμα από την ομιλία του ποιητή, Σωκράτη Μελισσαράτου στην 1η ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ: « ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ », Κυριακή 14 Απριλίου 2019, ώρ. 10:30 π.μ.