Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Η Λ ί μ ν η




ALPHONSE DE LAMARTINE
(1790 - 1869)

Ο Αλφόνς ντε Λαμαρτίν, ήταν Γάλλος ποιητής και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Μασόν. Αισθηματική φύση με ευέξαπτη φαντασία και ήρεμα μελαγχολικός, επεβλήθη αμέσως ύστερα από την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής ("Ποιητικοί Ρεμβασμοί" - 1820), που χαρακτηρίστηκε σαν απαρχή νέας περιόδου για τη Γαλλική ποίηση. Η φήμη του απλώθηκε στη Γαλλία και, περνώντας τη Μάγχη, έγινε αιτία να τον ερωτευθεί μια ωραία Αγγλίδα, την οποία και παντρεύτηκε (1823), οπότε και δημοσίευσε τη νέα του συλλογή "Νέοι Ρεμβασμοί" [...] Στα 1829 έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και το ίδιο έτος τοποθετείται στην Γαλλική Πρεσβεία στην Αθήνα,θέση την οποία ίσως δεν αποδέχτηκε, αφού ποτέ δεν ήρθε στην Ελλάδα. [...] 

Στα 1832, ο ποιητής ταξίδεψε στην Ανατολή και εξέδωσε τις περιηγητικές του εντυπώσεις σε 4 τόμους ("Ταξίδι στην Ανατολή" 1835), που είναι και το πρώτο του πεζογράφημα. Στη συνέχεια συνέγραψε την εξάτομη "Ιστορία της Τουρκίας" (1854). 

Ο Λαμαρτίν, που θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς της πρώτης πεντηκονταετίας του 19ου αιώνα, άφησε πολλά βιβλία, που διαβάστηκαν, αγαπήθηκαν και μεταφράστηκαν σ' όλη την Ευρώπη. Έγραψε ερωτικά, θρησκευτικά και επικά τραγούδια και τα μυθιστορήματα "Γκρατσιέλλα" και "Ραφαήλος" που διαβάστηκαν άπληστα στα ελληνικά. [...]

Οι "dromoi logotexnias", παραθέτουν ένα από τα καλύτερα ποιήματά του (σε μετάφραση Αριστοτέλη Βαλαωρίτη) με τίτλο:

                          Η  λ ί μ ν η

Πάντα λοιπόν θα τρέχουμε προς άγνωστο ακρογιάλι,
Θα καταποντιζόμαστε στου τάφου τη νυχτιά,
Χωρίς ποτέ εν' απάνεμο μες στην ανεμοζάλη,
Ούτ' ένα καταφύγιο στη βαρυχειμωνιά!

Κύτταξε, λίμνη, κύτταξε! Δεν έκλεισ' ένας χρόνος
Πούπαιζε με το κύμα σου χαρούμενη τρελλή,
Και τώρα, τώρα ο δύστυχος κάθομαι, λίμνη, μόνος
Στην πέτρα εδ' όπου πάντοτε μας έβλεπες μαζί.

Καθώς και τώρα εμούγγριζες και τότε αγριεμένη
Κι' εξέσχιζες τα στήθη σου στου βράχου τα πλευρά,
Ανήσυχη παράδερνες  στην άκρη θυμωμένη 
Κι εράντιζες τα πόδια της με τον αφρό συχνά.

Θυμάσαι λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη
Ελάμναμε άφωνοι οι φτωχοί στα κρύα σου νερά,
Τ' αγέρι δεν ανάσαινε, είχες και συ γαλήνη,
Στον ύπνο σου, δεν άκουες παρά τα δυο κουπιά.

Με μιας τραγούδι ουράνιο, πρωτάκουστο, δροσάτο
Το γέρο τον αντίλαλο τριγύρω μας ξυπνά,
Έμειν' ευθύς παράλυτο το κύμα σου το αφράτο
Και τέτοια λόγια ακούστηκαν, θυμάμαι, αρμονικά:

Δίπλωσε, Χρόνε, δίπλωσε τ' ακούραστα φτερά σου,
Ώρες γλυκές μην τρέχετε, σταθήτε μια στιγμή,
Και συ μη φεύγεις, νύχτα μου, με την αστροφεγγιά σου,
Τώρα που ζευγαρώσαμε, είν' εύμορφη η ζωή.

Του κόσμου αυτού τα βάσανα, την ερημιά, τη φτώχεια,
Θέλουν να φύγουν άμετροι γι' αυτούς γοργά γοργά,
Χρόνε μου, πέτα κι άφησε στου έρωτα τα βρόχια,
Τα δυο μας να χορτάσομε τόσο γλυκειά σκλαβιά.

Του κάκου. Οι ώρες φεύγουνε. Κανείς δε με προσμένει...
Κανείς δε μ' ακουρμαίνεται... Η νύχτα εναι σκληρή...
Αχνίζουν τ' άστρα χάνονται... Κρυφά κρυφά προβαίνει, 
Τ' άσπλαχνο γλυκοχάραμα... Λυπήσου μας αυγή...

Του κάκου. Όλα ξεγέλασμα, είν' όνειρα και πλάνη,
Ζωή μας είν' η αγάπη μας, και μοναχή χαρά,
Ας μη ζητούμε ανύπαρχτο στον κόσμο άλλο λιμάνι,
Του χρόνου η άγρια θάλασσα δεν έχει ακρογιαλιά.

Χρόνε ζηλιάρη, δύστροπε! Πες μου, γιατί να σβυώνται,
Σαν αστραπή να φεύγουνε οι ώρες της χαράς,
Καθώς πετούν και φεύγουνε χωρίς να λησμονιώνται 
κι οι μαύρες, κ' οι ολόπικρες στιγμές της συμφοράς;

Απ' τη βαθειά την άβυσσον, όπου μας καταπίνει,
Απ' την αιωνιότητα όπου μας πλημμυρεί, 
Τίποτε, Χρόνε, τίποτε στο φως δεν αναδίνει,
Δεν ξεφυτρώνει τίποτε... όλα τα τρως εσύ.

Λοιπόν απ' όσα χάρηκα δε θ' απομείνει τρίμμα
Δεν θα ν' αφήσω τίποτε σ' αυτήν τη μαύρη γη!
Απ' το γοργό μας πέρασμα δεν είναι τάχα κρίμα
Να μη σωθεί ένα πάτημα,ω Χρόνε αδικητή;

Ω λίμνη, ω βράχοι μου άφωνοι, ω σεις σπηλιές και δάση,
Που βλέπετε τον πόνο μου, μια χάρη σας ζητώ,
Εσείς όπου δε σκιάζεσθε κανείς να σας χαλάσει,
Ποτέ μη μας ξεχάσετε, στο μνήμ' αν πάω κ' εγώ.

Κι' όταν σε δέρνει ο σίφουνας, κι' όταν βαθιά κοιμάσαι,
Ω λίμνη μου αφροστέφανη, να μη μας λησμονείς,
Εσύ δες την αγάπη μας, και μόνη εσύ θυμάσαι
Πως άναφταν τα στήθη μας και θα μας συμπονείς.

Θέλω τα πεύκα, τα έλατα, οι βράχοι, η ρεματιά σου,
Τ' αφρού σου το μουρμούρισμα, τ' αντίλαλου η φωνή,
Τα δροσερά σου σύγνεφα, τ' αγέρι, η καταχνιά σου,
Η βρύση ο καλαμιώνας, το χόρτο το πουλί.

Τ' άστρο το ασημομέτωπο η μυρωδιά που χύνει
Το γαλανό το κύμα σου, ω λίμνη μου γλυκειά,
Ό,τι στην πλάση έχει αίσθηση, πνοή, νοημοσύνη, 
Όλα να λένε: "Αγάπησαν τα μαύρα φλογερά!"  

Alphonse de Lamartine   (Αλφόνς ντε Λαμαρτίν)
.........................................................................................................
ι. "Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία", Ρίτας Μπούμη - Ν. Παπά, τόμ. Δ΄,  
σελ. 1530-1533.
2. Μετάφραση: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης  
3. Τα δύο κείμενα (πεζό και ποίημα) είναι τονισμένα στο μονοτονικό σύστημα.   

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου