Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Ομήρου "Οδύσσεια" Ραψωδία λ΄ - Νέκυια








ΟΜΗΡΟΣ
Ο Ποιητής των Ποιητών 

Γράφει  ο  Σωκράτης Γερ. Μελισσαράτος
Ποιητής

    Μελετώντας τα Ομηρικά Έπη διαπιστώνουμε  πως η ηρωική επική ποίηση είχε τις ρίζες της σε παλαιότερες εποχές από την εποχή του Ομήρου. Ο Όμηρος είναι ο τελευταίος ποιητής, που δόμησε και τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Στον Ομηρικό στίχο, καθώς και στη γλώσσα η τελειότητα, τόσο της μορφής, όσο και της γραφής, είναι αδιαμφισβήτητη! Και μόνο από αυτό διαπιστώνεται χωρίς κανένα ενδοιασμό η συνέχεια για τέσσερις χιλιάδες (4.000) χρόνια περίπου, τόσο της Ελληνικής Γλώσσας όσο και του Ελληνισμού και τουλάχιστον 5.200 χρόνια μετά την εύρεση της επιγραφικής ξύλινης πινακίδας και της εγχάρακτης πέτρας στη θέση «Νησί» τού Δισπηλιού της Καστοριάς. 

« Στο σημείο αυτό είναι αξιοσημείωτος και ο κριτικός και τεκμηριωμένος λόγος του Διδάκτωρος Νεοελληνικής Φιλολογίας (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου) Γιώργου Πετρόπουλου για την αυθεντικότητα των Προαλφαβητικών Ελληνικών Γραφών. Στην επιχειρηματολογία του σημαίνουσα βαρύτητα έχει η αναφορά και στη σπουδαία ανακάλυψη τού καθηγητή της Προϊστορικής Αρχαιολογίας (Παν/μιο Θεσ/κης) Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. Την περίοδο 1992-1994 στη θέση «Νησί» τού Δισπηλιού της Καστοριάς από τις ανασκαφές του βρέθηκε επιγραφική ξύλινη πινακίδα , η οποία χρονολογήθηκε στα 5250 π. Χ. (Νεο-λιθική εποχή) από το εργαστήριο του «Δημόκριτου» με τη μέθοδο του άνθρακα (C14). Τα στοιχεία της ξύλινης πινακίδας και της εγχάρακτης πέτρας, που βρέθηκε στην ίδια περιοχή με σημεία της Γραμμικής Γραφής Α, «καθιστούν τη γραφή Ελληνική ανακάλυψη τουλάχιστον του 5250 π. Χ. κατά τον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, και τουλάχιστον 2000 χρόνια προγενέστερη κάθε ανατολικής γραφής» (1). 

    Στα Ομηρικά Έπη φαίνεται ότι ο Όμηρος απευθύνεται σε ανθρώπους της εποχής του, που γνώριζαν για τον Τρωικό πόλεμο! Ακόμη φαίνεται, μπορούμε να πούμε, με βεβαιότητα, ότι όλη η ιστορική και μυθική παράδοση είχε διαμορφωθεί κατά τέτοιο τρόπο που άγγιζε ακόμη και τον πυρήνα της Ιστορικής πραγματικότητας. Αυτό αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα των ανασκαφών της Τροίας από το Heinrich Schliemann. 

Τα δύο  Ομηρικά ηρωικά   Έπη που έχουν διασωθεί η  Ι λ ι ά δ α και η Ο δ ύ σ -  σ ε ι α είναι δύο μεγαλειώδεις Ποιητικές Συνθέσεις, όπου υμνούνται τα κατορθώματα Ελλήνων ηρώων του Τρωικού πολέμου. Στο πρώτο (15.000 στίχοι περ.) ο ποιητής πραγματεύεται το δεκάχρονο πόλεμο των Αχαιών κατά των Τρώων, τον περίφημο Τρωικό πόλεμο, στο δεύτερο (12.000 περ. στίχοι) την επιστροφή του Οδυσσέα από την Τροία μετά από την δεκαετή περιπλάνησή του.. στην πατρίδα του την Ιθάκη, μετά το τέλος του πολέμου.                              ( Σ. Μελισσαράτος.)

*
    Οι dromoi logotexnias, παραθέτουν ένα απόσπασμα από τη  Ραψωδία λ΄ της Οδύσσειας σε μετάφραση  ΖΗΣΙΜΟΥ  ΣΙΔΕΡΗ.  

Ραψωδία  λ΄   (Νέκυια) 

(Αναχώρηση του Οδυσσέα και των συντρόφων του από το νησί της Κίρκης  για τον  «Κάτω Κόσμο» (Άδη) και κάθοδος αυτού στο βασίλειο του Θεού Πλούτωνα).
                                       *
 [...]  Τ' άρμενα σαν βολέψαμε, καθίσαμε στο πλοίο
και τ' οδηγούσε ο άνεμος κι ο άξιος κυβερνήτης.
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα.
Κι ο ήλιος σαν βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
στα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.[...]

[...]  Πρώτη η ψυχή του Ελπήνορα τότε ήλθε του συντρόφου,
γιατί δεν είχε ακόμα η γη σκεπάσει το κορμί του.
Στης Κίρκης τον αφήσαμε τ' αρχοντικό παλάτι
άκλαυτο κι άθαφτο, επειδή μας έσπρωχνε άλλη ανάγκη.
Και σαν τον είδα δάκρυσα και πόνεσε η καρδιά μου,
κι έτσι άρχισα να του μιλώ με λυπημένα λόγια..
 « Ελπήνορα, πώς έφτασες μες στο θολό σκοτάδι;
Πεζός εσύ με πρόλαβες κι ας είχα εγώ καράβι ». [...]

[...] Σε λίγο πρόβαλε η ψυχή της μάνας μου, η Αντίκλεια,
η κόρη του καλόκαρδου πρωτάρχοντα Αυτολύκου,
που ζωντανή την άφησα σαν πήγαινα στην Τροία.
Κι όταν την είδα δάκρυσα και λ΄΄ιγωσε η καρδιά μου.
Μα κι έτσι δεν την άφηνα κοντά στο αίμα νά ΄αρθει,
μ' όλο τον πόνο πόνιωθα, πριν φτάσει ο Τειρεσίας.
      Του Τειρεσία εκεί η ψυχή τότε ήρθε του Θηβαίου.
Σκήπτρο κρατούσε ολόχρυσο, με γνώρισε και μου ΄πε ..
 «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
γιατί ήρθες, δόλιε, αφήνοντας του ήλιου τη λαμπράδα,
να ιδείς στον Άδη τους νεκρούς τον άχαρο τον κόσμο;
Τράβα απ' το λάκκο το σπαθί κι αλάργα βασταξέ το,
αίμα να πιώ και να σου πω στερνά την πάσα αλήθεια ».
Είπε, κι εγώ τραβήχτηκα κι έβαλα στο θηκάρι
τ΄ ασημοκάρφωτο σπαθί. Κι αίμα σαν ήπιε μαύρο,
άρχισε τότε ο άψεγος προφήτης κι έτσι μου ΄πε.
«Τον γλυκοπόθητο ζητάς Δυσσέα, γυρισμό σου,
μα δύσκολο κάποιος θεός για σένα θα τον κάμει.
Γιατί του κόσμου ο Σαλευτής θαρρώ δε θα ξεχάσει..
το πάθος πόχει στην καρδιά, που τύφλωσες το γιο του ».[...] 

Όμηρος
......................................................................................................................................................
(1). (Απόσπασμα από το έργο του Σωκράτη Μελισσαράτου, «Στο Υφαντό του Σύμπαντος Κόσμου», Κεφ. Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και Γλώσσα στον Παγκόσμιο Πολιτισμό, σελίδα. 90,)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου