«ΣΤΑ ΚΡΑΣΠΕΔΑ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΧΩΡΑΣ»
Ποιητική Σύνθεση
ΣΩΚΡΑΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑΡΑΤΟΥ
Β΄ Βραβείο Ποίησης 2017 της ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Γράφει ο ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Πρώην Πρόεδρος της «ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ»
Συγγραφέας-Ποιητής-Κριτικός Λογοτεχνίας
Διαβάζοντας κανείς το ποιητικό έργο του Σωκρ.Μελισσαράτου, θεωρώ ότι στο τέλος, εάν αγαπάει τη δικαιοσύνη και στοιχίζεται με την αλήθεια, θα ειπεί με έκδηλη ανακούφιση: «Ο Ηράκλειτος κρούει τη θύρα της ποίησης!» Προεισαγωγικά να σημειώσω ότι ο Σωκράτης Μελισσαράτος είναι πολυγραφότατος λογοτέχνης, επίλεκτο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και της Αιτωλικής Πολιτιστικής Εταιρίας.
Την τελευταία δεκαετία περισσότερα από δέκα θεμελιακά έργα του έχουν εκδοθεί.
Το έργο του «Στα κράσπεδα της Αιτωλίας χώρας» κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 2014 και σε δεύτερη το 2016. Ο λόγος μας για το έργο αυτό. Η παράδοση λέει ότι ο Ευριπίδης έδωσε το βιβλίο του Ηρακλείτου στον Σωκράτη και, αφού εκείνος το διάβασε, τον ρώτησε για τις εντυπώσεις του. Ο Σωκράτης αποκρίθηκε: «όσα κατενόησα είναι γενναία νοήματα· νομίζω δε ότι γενναία είναι και όσα δεν κατενόησα· αλλά νομίζω ότι έχει ανάγκη προς κατανόηση το βιβλίο Δηλίου κολυμβητού».
Έτσι απαντώ κι εγώ όσον αφορά την ποίηση του Σωκράτη Μελισσαράτου.
Είναι αυτός ο ποιητής δημιουργός νέου ύφους στην ποίηση, εισάγει δηλαδή την σκέψη του μεγάλου Εφεσίου Φιλοσόφου σ’ αυτήν. Έχουμε να κάνουμε με ύφος αφοριστικό. Με λόγο αποτελούμενο από σειρά σύντομων προτάσεων, οι οποίες είναι αυτοτελείς και παρέχουν πλήρες νόημα. Συγχωνεύονται σε κάθε νοηματική ενότητα περισσότερα του ενός νοήματα. Νοηματικός δυναμισμός, επέλαση ετερογενών συνθέσεων, έτοιμων να διασπασθούν, αλλά και να ενωθούν στην αέναη συμπαντική έκρηξη και πορεία. Υπάρχει στην ποίηση αυτή «πολίντονος αρμονία», αλλά την ανακαλύπτει κανείς μόνον όταν εισχωρήσει στο βάθος. Λόγος λιτός, δωρικός, αφοριστικός, μεστός, προφητικός, υμνικός, μνημειακός, πυραμιδικός, λόγος με κρυμμένη τη γνώση και τη σοφία προσεκτικά, λόγος τέλος ηφαιστειογενής και εν δυνάμει εκρηκτικός, λόγος που σε κάνει να ερευνάς έσω, για να βγεις έξω πιότερο δυνατός. Λόγος που αποκρύπτει άδηλες προσταγές, συμβολικές υποδείξεις, λόγος που «σημαίνει». «Ο Άναξ ου το μαντείον εστίν το εν Δελφοίς ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει», είπε ο σκοτεινός φιλόσοφος.
Θα έλεγα ότι η ποίηση του Σωκράτη Μελισσαράτου προϋποθέτει ως δεδομένη τη γνώση της μυθολογίας, της ιστορίας και της φιλοσοφίας του αναγνώστη, γιατί αλλιώς, λυπούμαι που το λέω, δεν είναι κατανοητή. Η φύση κρατάει καλά κρυμμένα τα μυστικά της, το ίδιο και η ποίηση του Σωκράτη Μελισσαράτου. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Πώς θα κατανοήσει κάποιος τον στίχο της «Ελένης» του Σεφέρη: «Τι είναι θεός, τι μη θεός και τι ανάμεσά τους;», αν δεν διαβάσει την Ελένη του Ευριπίδη, στην οποία βρίσκουμε: «Τι εστίν θεός, τι μη θεός, και τι το μέσον;». Σημείωνε ο Ηράκλειτος: «Αμαθίην γαρ άμεινον κρύπτειν έργον δε εν ανέσει και παρ’ οίνον». (Είναι καλύτερα να κρύπτει κανείς την αμάθειά του, αλλά αυτό είναι δύσκολο, όταν χαλαρώνει και πίνει).
Συμπληρώνω εγώ: και όταν διαβάζει ποίηση Σωκράτη Μελισσαράτου. Δείγμα γραφής της ποίησης Σωκράτη Μελισσαράτου:
Συμπληρώνω εγώ: και όταν διαβάζει ποίηση Σωκράτη Μελισσαράτου. Δείγμα γραφής της ποίησης Σωκράτη Μελισσαράτου:
Στην Αρχή των Πραγμάτων
«Πάντα ήσουν μέσα στην Αρχή
και πάντα θα ’σαι
στο Τέλος μέσα των Πραγμάτων!
Μην απέχεις απ’ τα δρώμενα,
μην απέχεις της Ζωής.
Πάντα να βρίσκεσαι στους Ήχους και τα Χρώματα μέσα!
Σπείρε τους Σπόρους σου στο Κενό ενδιάμεσο
Δέντρα να γίνουν, να καρπίσουν κι ανθούς να βγάλουν,
να Αναστηθείς…
και το νήμα απ’ την Αρχή να πιάσεις! » (σελ. 11)
Στίχοι αληθινής ποίησης, την οποία αγαπώ, σέβομαι και προσκυνώ!
Ποια αξία έχει να διαβάσω ένα ολόκληρο βιβλίο με ποιήματα για έρωτες, για ανθισμένες αμυγδαλιές, για ραπίσματα του αέρα των νησιών των Κυκλάδων, για ανεκπλήρωτα όνειρα και τόσες άλλες κενοδοξίες; Αξία έχει να διαβάσω τους λίγους στίχους του Σωκράτη Μελισσαράτου και να προβληματιστώ για την Αρχή και το Τέλος των πραγμάτων. « Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός ήν ο Λόγος», σημείωσε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.
Ο ποιητής Σωκράτης Μελισσαράτος μας λέει, «σημαίνει» μάλλον:
Είσαι και στην Αρχή, και στο Μέσον και στο Τέλος των πραγμάτων, σε όλες τις εναλλαγές και στις αντιθέσεις είσαι, άρα να ελπίζεις και θα επιτύχεις και στο τέλος θα Αναστηθείς και πάλι και θα ξαναπιάσεις ξανά το δοιάκι του Αγώνα. Είναι στίχοι απότοκοι της φιλοσοφίας του μεγάλου Εφεσίου:
«Εάν μη έλπηται ανέλπιστον, ουκ εξευρήσει, ανεξερεύνητον εόν και άπορον».
(Εάν κανείς δεν ελπίζει πράγματα, τα οποία υπερβαίνουν κάθε ελπίδα, δεν θα επιτύχει να εύρει κάτι, εφ’ όσον δεν θα υπήρχε έρευνα και δρόμος ο οποίος θα οδηγούσε προς αυτό).
Αρχή, Τέλος και πάλι Αρχή, μας λέει ο Σωκράτης Μελισσαράτος. Όλα αλλάζουν στη στιγμή.
Είναι αδύνατον να μπούμε δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, ούτε να αγγίξουμε μια θνητή ουσία, η οποία να μένει η αυτή κατά ποιότητα, αλλά λόγω της ορμητικότητος και της ταχύτητος της αλλαγής, διασκορπίζεται και πάλι, συγκεντρώνεται, πλησιάζει και απομακρύνεται, είπε ο Ηράκλειτος.
«Ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ, ουδέ θνητής ουσίας δις άψεσθαι κατά έξιν την αυτήν, άλλ’ οξύτητι και τάχει μεταβολής σκίδνησι και πάλιν συνάγει και πρόσεισι και άπεισιν».
Και είναι κάτι και δεν είναι, η Αρχή μπορεί να είναι το Τέλος και το Τέλος η Αρχή. Αμφισβητεί ο Ηράκλειτος και την ουσιαστική πρωτογενή ουσία της Σοφίας και την αρχική οντολογική ενότητα, ακόμη και το όνομα του θεού (χρησιμοποιεί μάλιστα τη γενική Ζηνός, αντί Διός): « εν τό σοφόν μόνον λέγεσθαι ουκ θέλει καί θέλει» (Το ένα, το οποίο είναι η μόνη σοφία, θέλει και δεν θέλει να εκφωνείται με το όνομα του Δία).
«Σπύρε τους Σπόρους σου στο Κενό ενδιάμεσο» (σελ. 11), (της Αρχής και του Τέλους)…«να Αναστηθείς»… Με τους στίχους αυτούς ο ποιητής Σ. Μ. πολεμάει την αντίληψη της απαισιοδοξίας της ζωής, της αγάπης προς το πεπρωμένο, δηλαδή τον θάνατο, αντίληψη η οποία τον πέμπτο π.Χ. αιώνα είχε διαδοθεί και εμπεδωθεί στην Ιωνία και η οποία επανήλθε με την υπαρξιακή φιλοσοφία του Χάιντεγγερ. Μια Ολλανδή μου διηγήθηκε στο Άμστερνταμ πώς πέθανε ο άνδρας της, ασθενήσας από ανίατη νόσο: Ενώ οι ημέρες του ήταν λίγες, την έστειλε σε ένα ελληνικό μαγαζί, να αγοράσει ένα μπουκάλι ούζο. Έβαλε τη μουσική του Θεοδωράκη για τον Ζορμπά, κρατούσε και το βιβλίο του Καζαντζάκη «Αλέξης Ζορμπάς», έπινε ούζο, χόρευε κι έλεγε στη γυναίκα του: – Να κάψεις το σώμα μου και να ρίξεις την τέφρα στον κήπο, εγώ θα ξαναγεννηθώ, θα γίνω λουλούδι και «θα πιάσω το νήμα απ’ την Αρχή»,(σελ. 11) που λέει ο ποιητής μας Σωκράτης Μελισσαράτος!
Η πορεία του Ποιητή στη γενέτειρά του, την Αιτωλία γη αρχίζει. Ας παρακολουθήσουμε στιγμές της πορείας αυτής, στιγμές γεφυρώσεως του σήμερα με το χθες που οδηγεί στην πρωτινή γνώση, στο πρώτο προζύμι της παρουσίας μας σ’ αυτή τη Γη.
«…Ο ήλιος ανέβαινε
κι οι κορφές των λόφων στο κάμα πνιγμένες
ανέβρυζαν σπαράγγια, θυμάρι, ρίγανη…
Βυθισμένος στον κόρφο της Αιτωλίας χώρας
συμφωνία ευωδιαστή χρωμάτων και ήχων
συνέθετε ατέλειωτη…!». (σελ. 14)
Είδε ο ποιητής τον φωτοδότη και ζωοδότη ήλιο, της ημέρας εκείνης, γιατί ο ήλιος εκάστης ημέρας είναι νέος. «Ο ήλιος νέος εφ’ ημέρη», λέγει ο Ηράκλειτος. Ο ήλιος, λοιπόν, που χωρίς αυτόν θα ήταν νύχτα χωρίς ζωή (Ει μη ήλιος ην ένεκα των άλλων άστρων ευρόνη αν ην), ο ήλιος ο φύλακας και επόπτης της κυκλικής κίνησης του σύμπαντος, ο δημιουργός των εποχών του έτους, οι οποίες παράγουν τα πάντα
« Ώρας αι πάντα φέρουσιν», «Τα σπαράγγια, το θυμάρι, τη ρίγανη», που λέει ο ποιητής μας. Ο ποιητής μας, ο οποίος μπορεί να σεμνύνεται ότι στην Αιτωλία χώρα ανεζήτησε τον εαυτόν του.
« Εδιζήσατο εμαυτόν » και είδε, δεν άκουσες πράγματα « φθαλμοί γάρ των ώτων ακριβέστεροι μάρτυρες» σημείωσε ο Εφέσιος. Σίγουρα ο Σωκράτης Μελισσαράτος ατενίζοντας τον ήλιο πάνω απ’ την ιερή Αιτωλία χώρα, θα τραγούδησε το πνευματικό εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού «Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος» και τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», ίσως και τους στίχους του Σεφέρη για τα «Αγκάθια του ήλιου». Και ο ποιητής μας λέει:
«Ένιωσα της φυλής την αύρα από χρόνους
κι άκουσα άσματα αοιδών και ραψωδών μιας άλλης εποχής,
ν’ αγκαλιάζονται με τις μελωδίες
της Παραχελωίτιδας Γης…». (σελ. 15)
Στη δειλινή μάλλον αυτή πορεία του ο ποιητής αντίκρισε οιονεί μισογκρεμισμένους κι ερημωμένους ναούς, που δεν κατοικούσαν θεοί πια εκεί, αλλά στέκονταν όρθιοι να θυμίζουν την ενότητα της φυλής μας, να γεφυρώνουν το μακρινό χθες με το χαρούμενο σήμερα, με τις μελωδίες της Παραχελωίτιδας Γης. Κάπου εκεί και τα δένδρα της αιώνιας αμφισβήτησης, ξηραμένα απ’ τις αιμάτινες αστραπές.
«…Εδώ η ευωδιά του αγριολούλουδου
βυθίζεται στων πραγμάτων τα βάθη, τα ύψη…
κι ο Ήλιος ακτινοβόλος, αλάθητος,
ορίζει το πεπρωμένο τους!…». (σελ. 17)
Τ’ αγριολούλουδο συμβολίζει την καθαρότητα της φύσης και την αγριότητα της ταπεινής και ήμερης ισόρροπης ομορφιάς.Ο Διονύσιος Σολωμός, όταν ήταν δεκαετής, περπατούσε στο δάσος με τα αγριολούλουδα με έναν συνομήλικό του, τον οποίο και ρώτησε τι νιώθει. Τίποτε ήταν η απάντηση του άλλου παιδιού. Ο μικρός Διονύσιος του είπε ότι νιώθει τη λαχτάρα όλης της ζωής κι έκοψε την παρέα με τον φίλο του, που λίγα ένιωθε.
«Φιλομειδής Αφροδίτη,
η Παραχελωίτιδα χώρα
αποπλανά το πνεύμα και το βλέμμα
καθώς ο άνεμος ξεδιπλώνει του χρόνου
τις πτυχές…». (σελ. 19)
Η ομορφιά, η δύναμη και η εξουσία του ποταμού Αχελώου, τον οποίο οι αρχαίοι θεοποίησαν, ανεμοδέρνουν τον χρόνο και κατασχίζουν τις πτυχές του. Οι Νύμφες ταξιδεύουν από τον Ελικώνα στην Παραχελωίτιδα χώρα για πιότερη δροσιά και πιο δυνατές ηλιαχτίδες, η Αφροδίτη μπορεί ν’ αφήνει για λίγο τον Ενιππέα και παρέα με τον Έρωτα ή τον Ίμερο να λούεται στον θεοπόταμο Αχελώο. Κρυμμένη κάπου σκιερά μπορεί να τους παρακολουθεί η Διηάνειρα ή η μικρή Ιόλη.
Οι Παλμοί του Κόσμου
«Είμαστε εμείς
που στο μέρος της καρδιάς μας
χτυπούν οι παλμοί του κόσμου.
Ανάμεσά τους η θάλασσα, ο ήλιος!
Απάγκιο μας μες στις ρωγμές του χρόνου,
ένας Όμηρος θεός
και μάρμαρα απ’ του Φειδία τη σμίλη!
Αντάμωμα Κοσμικό
με των καμπαναριών τους Ήχους…!
Αγλάισμα ψυχής το Φως
των δύο Κόσμων!
Ιθάκη Πνεύματος υπερκόσμια
Ιδεών ήχων και χρωμάτων
μες στην ψυχή τ’ ανθρώπου!
Λιμάνι που καθαγίασε ο νους του Έλλογου όντος!». (σελ. 21)
Και η πορεία του ποιητή στην Αιτωλία χώρα συνεχίζεται. Αφουγκράζεται τώρα την καρδιά του Ανθρώπου και συλλαμβάνει τους Παλμούς του Κόσμου. Αναρωτιέται εάν στ’ αλήθεια δεν είναι ο Όμηρος θεός, αν δεν είναι θεϊκά τα μάρμαρα της Πεντέλης που σμίλεψε ο Φειδίας, αν δεν είναι θεϊκό το Αντάμωμα του πρωτινού με τους Ήχους των καμπαναριών. Στην ουσία απαντάει ο ποιητής ότι οι δύο Κόσμοι «γεγόνασι» ένας! Το Έλλογον Ον, που διύλισε τα πάντα και τα ισορρόπησε με πυξίδα το καλό, το ωραίο και το εύψυχο.
Νιώθει ο ποιητής τους Παλμούς της Αιτωλίας και τους μυκηθμούς των ανέμων. Νιώθει την συνέχεια και την ενότητα των Όντων από την πρωτινή μορφή τους έως τη σημερινή τους. Ναι, όλα υπάρχουν! Και αυτά που έγιναν και αυτά που γίνονται. Και αύριο θα προστεθούν και αυτά που θα γίνουν.
Η ενότητα και ο διαφορισμός των όντων βαδίζουν εκ παραλλήλου. Εάν κάποτε η ενοποίηση των όντων θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή δια μιας μόνον αισθήσεως, αυτή θα ήταν η όσφρηση, η οποία θα ξεχώριζε τις διαφορές. Λέει ο Ηράκλειτος, «Ει πάντα τα όντα καπνός γένοιτο, ρίνες α διαγνοίεν».
Φαίνεται ότι θρύλοι πανάρχαιοι, λαϊκές δοξασίες και παραδόσεις, πρόσωπα ιστορικά, αλλά και λαϊκά, περνοδιαβαίνουν μπροστά από τον ποιητή μας, μορφές σοβαρές, βιβλικές και αμίλητες σε ατέλειωτες σειρές και συστοιχίες. Ύστερα τρεμοσβήνουν και ξαναχάνονται. Ανεμοκύκλωσαν την ψυχή του ποιητή και τον βοήθησαν να συνταιριάσει και ν’ αποδώσει σκέψεις, αντιλήψεις, ιστορίες και μύθους. Στέκεται ο ποιητής μας Σωκράτης Μελισσαράτος με σεβασμό, σοβαρότητα και ευγένεια μπροστά στην Ιστορία και στη Μυθολογία. Το κάνει αυτό γιατί ξέρει ότι, αν τις αγνοήσουμε, θα μας σύρουν στην αποτυχία και στη δίκαιη τιμωρία Ναϊάδες, Νύμφες, Δρυάδες και παραφρονημένα φαντάσματα του ιστορικού παρελθόντος.
«…Το φεγγαρόφωτο γλιστρούσε στ’ αλλόκοσμα
κι αγνάντευε στην αιωνιότητα μορφές Ηρώων και Θεών…». (σελ. 26)
Πώς να λησμονηθεί η Δηιάνειρα απ’ την Καλυδώνα, που πήρε γυναίκα του ο ισόθεος Ηρακλής κι η ζήλεια της, που έφερε το μοιραίο τέλος; Πώς να αγνοηθεί εκείνος ο Θερσίτης, ο παρεξηγημένος Αιτωλός απ’ την Καλυδώνα, ο γιος του Αγρία κι αδελφός του Οινέα. Στάση, λένε ότι έκανε και εξέγερση στη συνέλευση των Δαναών και αμφισβήτησε την εξουσία των βασιλέων. Ως και του Αγαμέμνονα τις πομπές έκανε γνωστές στους λαϊκούς πολεμιστές και του Οδυσσέα τις πονηρές αποφάσεις. Τον ακολούθησαν και άλλοι πολλοί μα τους κατάφεραν με πλούσια δώρα και όμορφες πρωτόβγαλτες εταίρες. Τον είπαν άσχημο, κακόγνωμο, αθυρόστομο και φιλοκατήγορο. Τάραξε τους βασιλιάδες με τις ιδέες του! Ζήτησε να περάσει η εξουσία στους πολεμιστές, αυτοί ν’ αποφασίζουν
γι’ αυτούς. Γι’ αυτό τον κτύπησε ο Οδυσσέας με το στέμμα...
«…Ένα λαχανιασμένο αγέρι
έφερνε τραγωδίες κι έπαιζε κρυφά, στης Πλευρώνας
και στης πετρήεσσας Καλυδώνας τ’ αρχαία θέατρα
του Μελέαγρου κατορθώματα, έρωτες…
και της Μοίρας του το κρυμμένο μυστικό!…». (σελ. 27)
Είπαμε, δεν χάνεται τίποτε. Ο κόσμος μας κατά τον Εφέσιο, δεν είναι έργο ούτε θεών, ούτε ανθρώπων, αλλά υπήρχε πάντοτε, υπάρχει και θα υπάρχει. «Κόσμον, τόνδε, τόν αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, άλλ’ ην αεί και έστιν και έσται». Στον κόσμο αυτόν έχουν οπωσδήποτε θέση οι δύο πόλεις της Αιτωλίας, η Καλυδώνα και η Πλευρώνα. Ο ποιητής μας, με την πυκνή και εν πολλοίς αμφίσημη σκέψη, ο Ηράκλειτος στη Χώρα της Ποίησης, με λίγες λέξεις ξεπερνά το πυργωμένο αυτό θέμα του Μελέαγρου. Λέει
«…και της Μοίρας του το κρυμμένο μυστικό!…». (σελ. 27)
« Ο μύθος λέει ότι τις πρώτες ώρες που γεννήθηκε ο Μελέαγρος οι Μοίρες αποφάσισαν να πεθάνει όταν καεί το δαυλί που ήταν στο τζάκι. Η μάνα του, όμως, το άκουσε, έσβησε το δαυλί και έζησε. «Και πού να ’κρυβε η δόλια η μάνα του / το μισοκαμένο δαυλί των πρώτων ωρών της ζωής του; / Στο σπίτι; Μπορεί στο τζάκι να ’φθανε, στην πυρά. / Στο χώμα; Μπορεί με τον καιρό να σάπιζε. / Στο δάσος; Κι από εκεί κάποιος ίσως το “περιμάζευε” / για όποια χρήση. /Και ως διαισθάνθηκε τη θανή της / αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό στη γυναίκα του. / Όμως αυτή δεν ήταν Άλκηστη, / κι έτσι ο Μελέαγρος δεν είχε την τύχη του Άδμητου. / Η ζήλεια της για τον γενναίο άνδρα της / κι ο κακότροπος χαρακτήρας της / έρριξαν στην πυρά το μισοκαμένο δαυλί των Μοιρών / κι ο Μελέαγρος πέθανε...». Έτσι έγραψε ένας άλλος 'Ελληνας ποιητής για του Μελέαγρου το δαυλί.Είπαμε στην αρχή για τη δύναμη του Λόγου του ποιητή, τις ιδιότητες και τον χαρακτήρα του. Τώρα εμφανίζεται σκληρός και τιμωρητικός:
Η Διαφάνεια των Καιρών
«Ποτέ… μα ποτέ δε σκέφτηκες γιατί γεννήθηκες..
Ούτε μια μέρα... Ούτε σε μιας μέρας το γέρμα,
την ώρα που η ψυχή γέρνει στου σεληνόφωτος το χρώμα;
Ποτέ δεν πόνεσες, δε σε πόνεσαν, δε σ’ έθαψαν
και ποτέ δεν Αναστήθηκες!
Ούτε οι Κραυγές των Καιρών ποτέ δεν σ’ άγγιξαν…
Ούτε σε πλήγωσαν;
Τη διαφάνεια των Καιρών ποτέ δεν την ξεφύλλισες
και το ποτάμι του κόσμου ποτέ
δεν το περπάτησες αντίθετα…!
Ούτε στων Καταιγίδων το φύσημα…, ποτέ δεν πρόταξες
τα στήθη σου!
Ε…! Τότε μην διαμαρτύρεσαι, που δεν σου δόθηκε
Μερτικό!
Μην απορείς, γιατί απόμεινες σκλάβος!». (σελ. 31)
Εδώ έχουμε πιο καθαρή, πιο δυνατή την επήρεια της Ηρακλείτειας Σκέψης. Αν βαδίσεις ανάποδα τον ποταμό θα φθάσεις στην πηγή. Και εάν αυτό το επιχειρήσεις στη γνώση, θα φθάσεις στην πρωτινή γνώση και θα τακτοποιήσεις το χάος του Σύμπαντος. Αυτό πρέπει να κάνει κάθε έλλογος άνθρωπος. Όποιος έτσι δεν έπραξε, δεν πρέπει να παραπονείται που έμεινε σκλάβος. Και εδώ ο ποιητής μας ναι μεν ραπίζει και ριπίζει, απαξιώνει και ευτελίζει, αλλά δεν ζητάει και τον θάνατο για τα τοιαύτα λάθη τ’ ανθρώπου. Ο πρόγονός του, όμως, Ηράκλειτος ήταν πιο σκληρός: «Άξιον Εφεσίοις ηβηδόν ανάγξασθαι πάσι» (Αξίζει στους Εφεσίους, όλοι όσοι είναι ενήλικοι να κρεμαστούν…). Μας μιλάει ακολούθως ο ποιητής Σωκράτης Μελισσαράτος για τον Πατροκοσμά, τον Αιτωλό, τον Μεγάλο Διδάχο και Διαφωτιστή, που φλόγισε τις ψυχές των σκλάβων, τόσο όσο χρειαζόταν τον Ιερατείο και το ψυχρό Κράτος να τον αγνοήσουν 200 χρόνια ή μάλλον να τον ονειδίσουν. Και ο ποιητής μας είναι έτοιμος να εισέλθει στην Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου. Υπάρχει ανθρώπινη γραφίδα να αποτυπώσει το μεγαλείο του Ανθρώπου σ’ αυτή την πόλη; Τον ηρωισμό, την αντίσταση, την πείνα, την Έξοδο; Πώς θα ξαναγραφούν στίχοι ανάλογοι κι ισάξιοι των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονυσίου Σολωμού; «Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει / λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. /τα μάτια η πείνα μαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει· / Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει. /Έρμο τουφέκι σκοτεινό τι σ’ έχω εγώ στο χέρι; / που ’συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».
Μεσολόγγι!
Είναι η λέξη την οποία εκστομίζει η Ελλάδα με υπερηφάνεια και ισότητα προς τις σκιές των προπατόρων και θα εκστομίζει προς τις επερχόμενες γενεές των Ελλήνων, αλλά και όλων των λαών της γης, όσο ανατέλλει ο ήλιος και όσο υπάρχει ιστορία. Εκεί, στη μάνδρα εκείνη, εν μέσω των ηλιοκαών μαχητών, πίσω από τους προμαχώνες, γεννήθηκε και προστέθηκε νέα εύκλεια. Εκεί, η μαχόμενη Ελλάδα συνήψε αρραβώνα με την ενθουσιώδη Ευρώπη, εκεί, όπου ο εθνικός αγώνας ήρθη στο ύπατο σημείο μεγαλουργίας και υψώθη όσον υψώθησαν τα συντρίμμια της πόλεως.
Η αντίσταση του Μεσολογγίου υπήρξε το προπύργιο της Ελλάδας. Και αφού έπεσε, αν πτώση λέγεται ο όλεθρος της πόλης και των κατοίκων, έγινε ατέρμων ικεσία ενώπιον των δυνατών της γης και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της Ελλάδας. Ο Λουδοβίκος έψαλε και πάλι τον πένθιμο ύμνο και ο Κάρολος Ι' εσπόγγισε πικρά δάκρυα ενώπιον των κλικών του και ίσως εκείνη τη στιγμή να εγεννάτο η Ελλάδα κατά διάνοιαν. Κάθε ελεύθερος άνθρωπος του Κόσμου είναι Δημότης του Μεσολογγίου. Όπου η θυσία καθαγιάζει την παρουσία μας στη ζωή, εκεί, πανάχραντο και ιερό, σαλεύει το Μεσολόγγι. Όπου η Αρετή υψώνεται, εγκαλώπισμα και δικαίωση της εποποιίας των ανθρώπων, εκεί υπάρχει το Μεσολόγγι. Όπου η παιδεία θεμελιώνει το ελεύθερο φρόνημα των πολιτών, εκεί απλώνεται, βάθρο και κρηπίδωμα, το Μεσολόγγι. Όπου απροσμέτρητη η Αγάπη πλάθει τις μήτρες της Ιστορίας, εκεί παραστέκει το Μεσολόγγι. Όπου ο άνθρωπος ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του Θεού, εκεί ορθώνει το ανάστημά του το Μεσολόγγι. Όπου οι Λαοί αναζητούν την πορεία του Μέλλοντος, από γενιά σε γενιά, με ακατάλυτο προγονικό δεσμό, εκεί προπορεύεται το Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι είναι για όλους τους λαούς της γης πράξη ελευθερίας και κανόνας αρετής: «Άνδρες Πόλις, ου τείχη, ου νήες ανδρών κεναί», έλεγαν οι ευκλεείς πρόγονοί μας.
Το 1929 όλοι οι βουλευτές της Αιτωλοακαρνανίας επισκέφθηκαν τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και του υπέβαλαν κοινό αίτημα μεταφοράς της έδρας του Νομού από το Μεσολόγγι στο πολυπληθές Αγρίνιο. Αφού τους άκουσε ο Βενιζέλος τους είπε: «Κύριοι, απέλθετε του γραφείου μου! Όσον εις το Μεσολόγγιον καπνίζει μία έστω καλύβη, θα είναι η πρωτεύουσα του Νομού».
Μια μεγάλη στάση στη διαδρομή του κάνει ο ποιητής στον Πανέλληνα Κωστή Παλαμά, τ’ άξιο τέκνο της Αιτωλίας.
«…Η πατρίδα ήταν μέσα του…
Η ποίησή του ο λόγος της!
Αυτός ο Λόγος που άκουγε, έπλαθε και ποιούσε…
ιδέες, αρχές, αξίες!
Κι έστησε θρόνο πάνω στην ολύμπια φωταύγεια
του πνεύματός του!» (σελ. 49)
Ο Πανέλληνας και Πανανθρώπινος ποιητής Κωστής Παλαμάς ήταν η ίδια η φωνή της πατρίδας, ορθά το λέει ο ποιητής. Άγγιξε (και αγγίζει) κάθε ελληνική ψυχή. Σε τέτοιο βαθμό, που μέσα από τις φυλακές της Κέρκυρας το 1937 και κάτω από αντίξοες συνθήκες ένας ταξικός του αντίπαλος, ο Νίκος Ζαχαριάδης να γράψει την πολύ σημαντική μελέτη του «Ο αληθινός Παλαμάς».
Το βιβλίο αυτό του ποιητή Σωκράτη Μελισσαράτου με εντυπωσίασε και η βιβλιοκριτική μου σίγουρα είναι ελάττων της αξίας του. Αφού έχουμε δεχθεί ότι ο Εφέσιος Ηράκλειτος κρούει την θύρα της ποίησης, ας κλείσουμε το σημείωμα πάλι με ένα δικό του απόφθεγμα:
«Εις εμοί μύριοι, εάν άριστος η», δηλαδή ο ένας άνθρωπος για εμένα ισοδυναμεί με μύριους (10 χιλιάδες), αν είναι άριστος.
Και ο Σωκράτης Μελισσαράτος είναι άριστος!
Επιτέλους, « εγεννήθη ημίν ποιητής ». Αθήνα, 18 Ιουλίου 2017
Αυγερινός Ανδρέου