Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

Ο Ποιητής Γιάννης Νικάνθης (1934 - 2002)










* Ομιλία της Δρ. ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ  ΣΠΥΡΕΛΗ
Στο Τρικούπειο Μεσολογγίου
27 Αυγούστου 2010

 Ο Ποιητής ΓΙΑΝΝΗΣ  ΚΟΥΦΟΣ (Νικάνθης)
 (1934 - 2002)

Τη συγκεντρωτική έκδοση ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1954-2002), Αθήνα 2010, εξέδωσε η Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία τιμώντας τον ποιητή Γιάννη Κουφό, ο οποίος διετέλεσε πρώτος αντιπρόεδρός της (με πρόεδρο τον Παναγιώτη Κοντό) αλλά και εμπνευστής της ίδρυσής της. Πολυτάλαντος ο Γιάννης Κουφός, από το Νεοχώρι Παραχελωΐτιδας, πήρε τα πνευματικά του εφόδια από το Γυμνάσιο Αιτωλικού, την Παλαμαϊκή Σχολή Μεσολογγίου, τη Νομική Σχολή Αθηνών και Θεσσαλονίκης, για να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά στο δημοσιογραφικό και εκδοτικό χώρο, ως συντάκτης, κειμενογράφος, σύμβουλος εκδόσεωνκαι εκδότης.[i]

Όμως στα μεγάλα ερωτήματα του κόσμου και των εποχών όπως και στα βασανιστικά ερωτηματικά των εσωτερικών του διαδρομών, ο δημοσιογράφος και εκδότης Γιάννης Κουφός, βρίσκει τα μυστικά δρομάκια της Ποίησης για να διαφύγει λυτρωμένος και να εκφράσει το κοινό αίσθημα των νέων της εποχής του αλλά και να εξωτερικεύσει ο ίδιος την «τραυματισμένη του τρυφερότητα» φορώντας μια νέα περσόνα με το θετικά φορτισμένο ψευδώνυμο Γιάννης Νικάνθης.
Η πρώτη δημοσιοποίηση του ποιητικού του λόγουΓΥΜΝΟΙ ΔΡΟΜΟΙ πραγματοποιείται το 1955, στα μέσα της μετεμφυλιακής δεκαετίας που συμπίπτει με τα είκοσι μόλις χρόνια του. Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους χρονικούς προσδιορισμούς, μπορεί να εκτιμηθεί καλύτερα η ποιητική φωνή του.

Η αίσθηση της χαμένης εφηβείας, η διάψευση των οραμάτων, οι εφιαλτικές εμπειρίες του πολέμου, το ασφυκτικό πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας, είναι τα βασικά μοτίβα του νεαρού ποιητή καθώς δοκιμάζει τα ρυθμικά του βήματα, παραδοσιακά ή νεοτερικά, σε δρόμους αδιέξοδους «που χάνονται στη νύχτα κουρασμένοι». Δρόμοι γυμνοί από όνειρα, οράματα που χάθηκαν στη δίνη της εποχής, καθιστούν αδύνατη τη φυγή και προσδιορίζουν τις κρυφές ομολογίες και την περιπέτεια μιας εύθραυστης γενιάς που προσπαθεί να ορίσει τα όρια της ύπαρξής της. Ο ποιητής Γιάννης Νικάνθης υψώνει δραματικά τη φωνή του σ’ αυτό το περισφιγμένο τοπίο: «Έξω η γη μας δέρνεται στη μπόρα και τ’ αγιάζι» (σελ. 51) και σ’ αυτό το σκηνικό εντάσσει και το δράμα της γενιάς του: 

«Είκοσι χειμώνες / σκούζουν στον έρημο δρόμο / είκοσι χειμώνες / τραγουδούν με σουρντίνα στη στέγη» (σελ. 46). 

Έχουν γραφτεί πολλά γι’ αυτή την ποιητική γενιά η οποία «αυτο-υπονομεύεται» με την ηττοπάθειά της αλλά πάντα έχει κυρίαρχο συστατικό της την αίσθηση της συλλογικότητάς της. Αυτό το στοιχείο είναι φανερό και στους ΓΥΜΝΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ και μάλιστα εντυπωσιακά επεκτείνεται από το εθνικό στο παγκόσμιο. Δεν εννοώ μόνον το ποίημα «Ελεγεία Λευτεριάς» (σελ. 54), αφιερωμένο στη Μνήμη Μιχάλη Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου, «πρωτομάρτυρες» του Κυπριακού Αγώνα. Αναφέρομαι κυρίως στο «Τραγούδι της Μέι-Λίγκ» (σελ. 35-37) που «έγινε είκοσι χρονών» και στην πατρίδα της, τη μακρινή Ινδοκίνα, «τα παιδιά δε χαμογελούν παρά με τα μάτια [...] κι έχουν τα χείλη σφιγμένα / σφιγμένη την καρδιά, τα χέρια ανοιχτά και μετέωρα». Η ικανότητα του ποιητή να συλλαμβάνει καθολικά ποιητικά τοπία και να υψώνει σύμβολα που αφορούν την ανθρώπινη μοίρα είναι ένα από τα προσόντα του Γιάννη Νικάνθη.

Η επόμενη ποιητική συλλογή ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ (1977) αποτελεί την συγκομιδή των ετών που ακολούθησαν (1956-1976). Εντούτοις ευδιάκριτο είναι πάλι το άλγος της μνήμης που παίδεψε τη νιότη του, με τη διαφορά πως διαφαίνεται επιτέλους ένας ορίζοντας Ονείρων σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο: «Ονειρεύομαι ένα σπίτι για να στεγάσω / τα όνειρα που κούρνιαζαν στα μάτια σου» (σελ. 58). «Ζητάμε ένα κομμάτι ουρανό γι’ αυτούς που δε μας ξεχάσαν» (σελ. 62).

Ο ποιητής αφουγκράζεται την ιδεολογική και κοινωνική αγωνία των καιρών και επιστρατεύει τους στίχους του, οι οποίοι σε αρκετά ποιήματα μοιάζουν να εξεγείρονται και να διαδηλώνουν αιτήματα για ελευθερία και δικαιοσύνη: 

                                     «Οι καιροί βροντούν τις πόρτες μας
                                      Οι καιροί λεηλατούν τους ουρανούς
                                      Οι δρόμοι γέμισαν φλέβες που καίνε
                                      Τραγούδια σημαίες και διψασμένα νιάτα
                                      οι πλατείες φορτώθηκαν Άνοιξη
                                      οι μπάντες σφυροκοπούν εμβατήρια.
                                      Εμπρός! Να γκρεμίσουμε τη Νύχτα
                                      Εμπρός! Να φιλήσουμε τον ήλιο» (σελ. 71)

Ωστόσο εκτός από το κοινωνικό-πολιτικό σκηνικό, παραδίπλα στήνονται και σκόρπιες μοναχικές λυρικές εικόνες ερωτικής προσμονής ή βαθιάς τρυφερότητας, ντυμένες με το νεοσυμβολιστικό τους ένδυμα και τον απαλό ρυθμό ενός ερωτικού τραγουδιού: «Σε καρτερώ κρατώ στα χέρια / τη ματωμένη μου ψυχή. / Είσαι για μένα η πλάση ακέρια / μάνα γυναίκα κι αδελφή» (σελ. 64). Προσθέτω και δεύτερο δείγμα από την «Προσμονή» [«Σαν κάτι πάντα να προσμένω / σαν κάτι τι να καρτερώ» / κάτι γνωστό ή κάτι ξένο / εκεί στη θύρα λαχταρώ» (σελ. 76)], για να επισημανθεί και το θέμα των επιρροών που άσκησαν οι συμβολιστές ποιητές στη β’ μεταπολεμική γενιά, κάτι που εντοπίζει η καθηγήτρια Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού: «Η στάση ζωής που φανερώνει αυτό το ποίημα, συνδέει τον Γιάννη Κουφό με την παράδοση των Ελλήνων συμβολιστών όπως είναι ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Κων/νος Χατζόπουλος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Τέλλος Άγρας και βέβαια ο αγαπημένος του Μίνως Ζώτος»[ii].

Στις ΔΙΟΣΗΜΙΕΣ (1997) η ποιητική γραφή του Γιάννη Νικάνθη δυναμώνει και στερεοποιείται για να πάρει πλέον τη θέση της στο ποιητικό γίγνεσθαι σύμφωνα με τις απαιτήσεις των νεώτερων τάσεων. Πιο κρυπτικός σε ορισμένα ποιήματά του, πιο υπαρξιακός σε άλλα με φιλοσοφικές προεκτάσεις και σουρεαλιστικές εγκοπές, αλλά πάντα μένει ο ίδιος όταν βουτάει την πένα του στο μελάνι της ιστορίας. Τότε γράφει ως ένας από τους ανεμοδαρμένους της γενιάς του αλλά και ως Ποιητής που σηκώνει το βάρος του Χρέους του απέναντι στους Επίγονους.

Επιλέγω δύο αντίστοιχα ποιήματα.

Το πρώτο «Χωρίς Εφηβεία» συντονίζεται με τον ελεγειακό τόνο των ματαιωμένων Ονείρων που απαντάται κατά κόρον στους ποιητές της «Γενιάς των αποήχων», όπως την ονόμασε ο Βαγγέλης Κάσσος[iii]

                            Χωρίς εφηβεία

                           «Γενιά που φύτρωσες
                             στα σκοτεινά λαγούμια της Κατοχής
                             Γενιά που άνθισες
                             στην καταχνιά και στην αντάρα του Εμφύλιου,
                             μην ψάχνεις μάταια να βρεις την εφηβεία σου.
                             Την πήρανε οι άνεμοι του χαλασμού κ’ η άβυσσος
                             τη ρούφηξαν η παγωνιά η νύχτα κ’ η ομίχλη
                             και πως να βρεις μιαν εφηβεία που δεν έζησες…» (σελ. 89).

Το δεύτερο «Λογοδοσία» μοιάζει να κρατιέται απ’ τον Παλαμά («Χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν/ θα ρθούν και θα περάσουν/ κριτές θα μας δικάσουν /οι αγέννητοι οι νεκροί.») αλλά ξεπηδάει και από τον ψυχισμό της γενιάς του 60, που αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί στους επιγόνους.

                                Λογοδοσία

                               «Να δεις πως θα ’ρθουν οι Επίγονοι
                                 κριτές και δικαστές και θα ζητήσουν
                                 λογοδοσία, γιατί και πού και πώς
                                 τον δαπανήσαμε τον δάνειο καιρό.[...]
                                  
                                 Πώς να τους πούμε πως δεν έφτασε
                                 κ’ ήτανε λίγος ο καιρός που μας εδόθη;» (σελ. 95)

Αυτά μόνο, ως ελάχιστο αντίδωρο για τη συγκεντρωμένη ποίηση που μας εδόθη στο δικό μας δάνειο καιρό, και την οφείλουμε στο συγγραφέα αλλά και ευαίσθητο ποιητής ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΥΤΣΑ που έσκυψε με ιερό δέος στο σκόρπιο ποιητικό σώμα, του σχεδόν συνομηλίκου και συνονόματου Γιάννη Κουφού, το περιμάζεψε, το φρόντισε, με εκτενή ανάλυση, κριτικές ,εισαγωγικά σημειώματα, φωτογραφικό υλικό και το παρέδωσε τετιμημένο στην νεοελληνική Ποίηση για να διαβάζεται συνεκτιμώμενο και να δικαιώνεται και στο μέλλον ο άξιος , ο σεμνός, ΠΟΙΗΤΗΣ Γιάννης του Νίκου και της Ανθής ( Νικάνθης)[iv].

Χρυσούλα Σπυρέλη

.............................................................................................................................................................
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα του Αγρινίου στο Διαδίκτυο "Η Νέα Εποχή". Αναρτ. από την εφημερίδα στο Διαδίκτυο,  Παρασκευή 02 Σεπτεμβρίου 2011.

*Ομιλία της Δρ. Χρυσούλας Σπυρέλη, στην παρουσίαση της συγκεντρωτικής έκδοσης, Γιάννης Κουφός, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1954-2002), έκδοση Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία, Αθήνα 2010, στο Τρικούπειο Μεσολογγίου , 27 Αυγούστου 2010. Άλλοι ομιλητές: Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών και Πέτρος Μπερερής. Διοργανωτής η Αιτωλική Πολιτιστική Εταιρεία.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου