ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ
(1940 - 1994)
Ποιητής - Ερμηνευτής
Γράφει ο Σωκράτης Μελισσαράτος
"Ο Γιάννης Γ. Ιωάννου, γεννήθηκε στο Νεοχώρι Μεσολογγίου το 1940 και "έφυγε" 2 Ιανουαρίου 1994, προδομένος από την καρδιά του. Φύση προικισμένη γεμάτη Λογοτεχνικές-Ποιητικές και Καλλιτεχνικές ανυσυχίες. Κατά το διάβα της ζωής του ασχολήθηκε για μεγάλο διάστημα με το ελαφρολαϊκό τραγούδι ως ερμηνευτής με μεγάλη επιτυχία, καθώς επίσης και με τη μεγάλη του αγάπη την ποίηση, γράφοντας ακατάπαυστα ποιητική Σάτιρα, που θα ζήλευαν ακόμη και οι καλύτεροι σατιρικοί ποιητές, εάν το έργο του είχε δημοσιευθεί!
Πολλά ποιήματά του βρίσκονται σε χέρια φίλων του και γίνεται μια προσπάθεια από τον γράφοντα να συγκεντρωθούν, να ταξινομηθούν και να εκδοθούν, ώστε ο σεμνός αυτός άνθρωπος να καταλάβει τη θέση , που του αξίζει στον Πνευματικό Κόσμο του Λόγου και της Τέχνης! Αυτή είναι μια μικρή κατάθεση Μνήμης του γράφοντος, στον Εκλεκτό Φίλο και Εξαίρετο Λογοτέχνη, Καλλιτέχνη και Πνευματικό άνθρωπο Γιάννη Ιωάννου!
Η θεματολογία της ποίησης του Γιάννη Ιωάννου σχετίζεται ως επί το πλείστον με πρόσωπα και δρώμενα της γενέτειράς του, αλλά και της ευρύτερης περιοχής, που τον εντυπωσίαζαν". *
***
Μικρό δείγμα της γραφής του είναι τα δύο ποιήματα, που παρατίθενται από τον Ιστότοπο dromoi logotexnias.
1.
Παντρέματα
Κόρες ξανθιές του ποταμού ντυμένες όλες στ' άσπρα
στήσαν χορό τ' απόβραδο με καβαλιέρους τ' άστρα
Ο Αχελώος γιόρταζε, δεν ήτανε τυχαίο,
πηγή ζωής ο ποταμός εκτός απ' το μοιραίο..
΄Κι όταν του ήρθε η σειρά κάπου στο μεσονύχτι
να στολιστεί με γιορτινά για θα 'ρχοταν η νύφη,
τότε, να δεις τις τσαχπινιές, τότε να δεις καμάρι
σαν έβαζε τη φορεσιά πούριξε το φεγγάρι!
Νερά μ' ασήμια στις κορφές, χρυσές γραμμές στις πιέτες
και κατά όχθια ζωγραφιές από ιτιές και λεύκες.
Στις καλαμιές που σώπαιναν μήνυσαν τα νερά του
να πουν τραγούδια έρωτα σαν βάζει τα καλά του
Κι απέ κρατώντας τη γιορτή έδεσε το φεγγάρι
απ' τον παλιό τον πλάτανο την ντυμασιά μην πάρει.
Ήθελε τούτη τη νυχτιά ν' αρέσει στην καλή του,
που του 'φερνε τη βέρα της να παντρευτεί μαζί του...
(Νιοχώρι, SALLE 1979)
*****
2.
Αλλού φοβόταν τη ζημιά
και αλλού την πήγε ο Χρόνος
(Αφιερωμένο στον Ντίνο Γεραφέντη)
Ρίγος τον Ντίνο έπιανε τα τελευταία χρόνια
σαν άρχιζαν οι φίλοι του κουβέντα για τα χιόνια
κι ΄μα για κείνα μίλαγαν πέραν ενός ορίου
αυτός με ξόρκι ¨τα ΄διωχνε" εκτός Νεοχωρίου.
Και νάχε άδικο θα πεις όταν σ' αυτή τη ζήση
όλα του τα υπάρχοντα κρεμόνταν απ' τη φύση.
Ζημιά λοιπόν θα τούκαναν στα ζαρζαβατικά του,
μετά στα περιβόλια του κι απέ στον κορβανά του.
Κι έλεγε κάθε μια χρονιά "καλά τα κουνουπίδια,
οι μάπες φτιάξανε σχεδόν, θεριέψανε τ' αντίδια,
κι αυτά τα πορτοκάλια μου μαζί με το σπανάκι,
σε λίγο πιάνουν αγορές να φέρουν παραδάκι".
Παρ' όλα αυτά και γνωστό, το χρήμα το ζητούσε
όχι γι΄αποταμίευση, αλλά γι΄αυτό, που ζούσε
κι αφού τ΄αντρίκια πάθη του τον θέλανε δικό τους
έπρεπε και απλόχερα να βγει το μερτικό τους.
Και η ζωή "περπάταγε", ο Ντίνος στις καλές του,
πανευτυχής τριγύρναγε και με τις κουστουμιές του
κι όσο για χιόνια πεύτανε μονάχα στις οθόνες,
όταν στην τηλεόραση χαλούσαν οι εικόνες.
Μέχρι που βρήκαν οι καιροί το πέρασμα στα χρόνια
κι ένα πρωί, κακό πρωί, τον ξάφνιασαν τα χιόνια.
Όμως δεν πέσαν στον μπαξέ, ούτε στον κορβανά του,
πέσαν σ' αυτόν απρόσμενα κι ασπρίσαν τα μαλλιά του
( Νιοχώρι 1990)
Γιάννης Ιωάννου
......................................................................................................................................................
* Το πεζό κείμενο είναι του ποιητή Σωκράτη Μελισσαράτου.
*****
Μαρτυρία του ποιητή Γιάννη Ιωάννου στο γράφοντα, τον Μάιο του 1979, καθώς και στο Περιοδικό "Παραχελωικά".
Το ποίημα «Παντρέματα» αναφέρεται στην τραγική περίπτωση της τριαντατριάχρονης Μ. Α. η οποία αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1979 πέφτοντας από τη γέφυρα στα νερά του Αχελώου. Ο ποιητής την βραδιά εκείνη , που την είδε από το παρακείμενο SALLE να πέφτει, βούτηξε στα νερά του ποταμού για να τη σώσει Την άκουσε κάτι να λέει καθώς χανόταν στα νερά και στη νύχτα, αλλά δεν τα κατάφερε να την πλησιάσει.